Count
|
Entry
|
Sources
|
33
|
`
|
Α, Δ, Δ, Ε, Ζ, Ζ, Η, Ι, Κ, Κ, Μ, Μ, Ν, Ν, Ο, Ο, Π, Π, Ρ, Ρ, Τ, Υ, Υ, Χ, Χ, Ψ, Ψ, Ϊ, ί, σίγμα τελικό, ϊ, ϖ, ϗ
|
33
|
´
|
Α, Δ, Δ, Ε, Ζ, Ζ, Η, Ι, Κ, Κ, Μ, Μ, Ν, Ν, Ο, Ο, Π, Π, Ρ, Ρ, Τ, Υ, Υ, Χ, Χ, Ψ, Ψ, Ϊ, ί, σίγμα τελικό, ϊ, ϖ, ϗ
|
18
|
γεγενημένως (gegenēménōs)
|
γεγενημέναι, γεγενημέναιν, γεγενημέναις, γεγενημένε, γεγενημένη, γεγενημένην, γεγενημένης, γεγενημένοι, γεγενημένοιν, γεγενημένοις, γεγενημένον, γεγενημένος, γεγενημένου, γεγενημένους, γεγενημένω, γεγενημένων, γεγενημένῃ, γεγενημένῳ
|
18
|
γεγενημενώτατος (gegenēmenṓtatos)
|
γεγενημέναι, γεγενημέναιν, γεγενημέναις, γεγενημένε, γεγενημένη, γεγενημένην, γεγενημένης, γεγενημένοι, γεγενημένοιν, γεγενημένοις, γεγενημένον, γεγενημένος, γεγενημένου, γεγενημένους, γεγενημένω, γεγενημένων, γεγενημένῃ, γεγενημένῳ
|
18
|
γεγενημενώτερος (gegenēmenṓteros)
|
γεγενημέναι, γεγενημέναιν, γεγενημέναις, γεγενημένε, γεγενημένη, γεγενημένην, γεγενημένης, γεγενημένοι, γεγενημένοιν, γεγενημένοις, γεγενημένον, γεγενημένος, γεγενημένου, γεγενημένους, γεγενημένω, γεγενημένων, γεγενημένῃ, γεγενημένῳ
|
18
|
μετωνυμία (metōnumía)
|
Metonymie, meatonaime, meatonaimeach, metonimia, metonimia, metonimia, metonimija, metonymi, metonymia, metonymic, metonymie, metonymy, metonímia, métonymie, trawsenw, метонимия, метонимија, ὄνομα
|
18
|
ποιητικός (poiētikós)
|
-τικός, Poetik, nosopoetic, oenopoetic, poetic, poetico, poeticus, poetycki, poetyka, poietic, poètic, poético, poético, poétique, ποίημα, ποιέω, ποιητικός, поэтика
|
18
|
σχολεῖον (skholeîon)
|
escola, escola, escola, escòla, eskuwela, eskuyla, eskwela, iskolar, scholar, school, sculii, skoalle, skola, skolo, skule, skúli, σχολή, σχολείο
|
18
|
ψάλλω (psállō)
|
pello, psallo, psalm, psalmo, psaltery, psaltes, salmo, salmo, salmo, πόλεμος, ψάλλω, ψάλμα, ψάλτιγξ, ψαλμός, ψαλμός, ψαλτήριον, ψηλαφάω, ⲉⲣⲯⲁⲗⲓⲛ
|
18
|
ἀναλογία (analogía)
|
-λογία, Analogie, analogia, analogia, analogia, analogia, analogia, analogie, analogie, analogie, analogija, analogism, analogy, analogía, аналогія, վեր, ანალოგია, ἀνάλογος
|
18
|
ἀναλυτέως (analutéōs)
|
ἀναλυτέα, ἀναλυτέαι, ἀναλυτέαιν, ἀναλυτέαις, ἀναλυτέαν, ἀναλυτέας, ἀναλυτέε, ἀναλυτέοι, ἀναλυτέοιν, ἀναλυτέοις, ἀναλυτέον, ἀναλυτέος, ἀναλυτέου, ἀναλυτέους, ἀναλυτέω, ἀναλυτέων, ἀναλυτέᾳ, ἀναλυτέῳ
|
18
|
ἀναλυτεώτατος (analuteṓtatos)
|
ἀναλυτέα, ἀναλυτέαι, ἀναλυτέαιν, ἀναλυτέαις, ἀναλυτέαν, ἀναλυτέας, ἀναλυτέε, ἀναλυτέοι, ἀναλυτέοιν, ἀναλυτέοις, ἀναλυτέον, ἀναλυτέος, ἀναλυτέου, ἀναλυτέους, ἀναλυτέω, ἀναλυτέων, ἀναλυτέᾳ, ἀναλυτέῳ
|
18
|
ἀναλυτεώτερος (analuteṓteros)
|
ἀναλυτέα, ἀναλυτέαι, ἀναλυτέαιν, ἀναλυτέαις, ἀναλυτέαν, ἀναλυτέας, ἀναλυτέε, ἀναλυτέοι, ἀναλυτέοιν, ἀναλυτέοις, ἀναλυτέον, ἀναλυτέος, ἀναλυτέου, ἀναλυτέους, ἀναλυτέω, ἀναλυτέων, ἀναλυτέᾳ, ἀναλυτέῳ
|
18
|
ἐπιλυτέως (epilutéōs)
|
ἐπιλυτέα, ἐπιλυτέαι, ἐπιλυτέαιν, ἐπιλυτέαις, ἐπιλυτέαν, ἐπιλυτέας, ἐπιλυτέε, ἐπιλυτέοι, ἐπιλυτέοιν, ἐπιλυτέοις, ἐπιλυτέον, ἐπιλυτέος, ἐπιλυτέου, ἐπιλυτέους, ἐπιλυτέω, ἐπιλυτέων, ἐπιλυτέᾳ, ἐπιλυτέῳ
|
18
|
ἐπιλυτεώτατος (epiluteṓtatos)
|
ἐπιλυτέα, ἐπιλυτέαι, ἐπιλυτέαιν, ἐπιλυτέαις, ἐπιλυτέαν, ἐπιλυτέας, ἐπιλυτέε, ἐπιλυτέοι, ἐπιλυτέοιν, ἐπιλυτέοις, ἐπιλυτέον, ἐπιλυτέος, ἐπιλυτέου, ἐπιλυτέους, ἐπιλυτέω, ἐπιλυτέων, ἐπιλυτέᾳ, ἐπιλυτέῳ
|
18
|
ἐπιλυτεώτερος (epiluteṓteros)
|
ἐπιλυτέα, ἐπιλυτέαι, ἐπιλυτέαιν, ἐπιλυτέαις, ἐπιλυτέαν, ἐπιλυτέας, ἐπιλυτέε, ἐπιλυτέοι, ἐπιλυτέοιν, ἐπιλυτέοις, ἐπιλυτέον, ἐπιλυτέος, ἐπιλυτέου, ἐπιλυτέους, ἐπιλυτέω, ἐπιλυτέων, ἐπιλυτέᾳ, ἐπιλυτέῳ
|
17
|
-φαγία (-phagía)
|
-fagia, -fagia, -fagia, -fagia, -fagia, -fàgia, -phagia, -phagic, -phagie, -phagy, adelphophagy, allotriophagy, ippofagia, omophagia, phloeophagy, poltophagy, rhypophagy
|
17
|
βαλλίστρα (ballístra)
|
baesta, balastrón, balestra, balista, balista, balista, baliste, balistrón, ballesta, ballesta, ballesta, ballista, ballista, besta, bestra, bésta, βάλλω
|
17
|
βιωτικός (biōtikós)
|
-biotic, Antibiotikum, Probiotikum, abiotic, abiotikus, abiotisk, antibiotikum, antibiotikum, antibiotikum, antybiotyk, bioottinen, biotic, biotique, biotyczny, biótico, lively, ксенобиотик
|
17
|
καταλυτέε (katalutée)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτέως (katalutéōs)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτεώτατος (kataluteṓtatos)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτεώτερος (kataluteṓteros)
|
καταλυτέα, καταλυτέαι, καταλυτέαιν, καταλυτέαις, καταλυτέαν, καταλυτέας, καταλυτέοι, καταλυτέοιν, καταλυτέοις, καταλυτέον, καταλυτέος, καταλυτέου, καταλυτέους, καταλυτέω, καταλυτέων, καταλυτέᾳ, καταλυτέῳ
|
17
|
καταλυτηρίως (katalutēríōs)
|
καταλυτήρια, καταλυτήριαι, καταλυτήριε, καταλυτήριοι, καταλυτήριον, καταλυτήριος, καταλυτηρία, καταλυτηρίαιν, καταλυτηρίαις, καταλυτηρίαν, καταλυτηρίας, καταλυτηρίοις, καταλυτηρίου, καταλυτηρίους, καταλυτηρίων, καταλυτηρίᾳ, καταλυτηρίῳ
|
17
|
καταλυτηριότατος (katalutēriótatos)
|
καταλυτήρια, καταλυτήριαι, καταλυτήριε, καταλυτήριοι, καταλυτήριον, καταλυτήριος, καταλυτηρία, καταλυτηρίαιν, καταλυτηρίαις, καταλυτηρίαν, καταλυτηρίας, καταλυτηρίοις, καταλυτηρίου, καταλυτηρίους, καταλυτηρίων, καταλυτηρίᾳ, καταλυτηρίῳ
|
17
|
καταλυτηριότερος (katalutērióteros)
|
καταλυτήρια, καταλυτήριαι, καταλυτήριε, καταλυτήριοι, καταλυτήριον, καταλυτήριος, καταλυτηρία, καταλυτηρίαιν, καταλυτηρίαις, καταλυτηρίαν, καταλυτηρίας, καταλυτηρίοις, καταλυτηρίου, καταλυτηρίους, καταλυτηρίων, καταλυτηρίᾳ, καταλυτηρίῳ
|
17
|
καταλύσῃ (katalúsēi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλυθῆναι, καταλύσασθαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω, καταλῦσαι
|
17
|
λιτανεία (litaneía)
|
Litanei, ladainha, ladaíña, ledaỹa, letanía, litania, litania, litania, litanie, litanie, litanie, litanio, litaniya, litannie, litany, λιτανεύω, 𐌻𐌹𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃
|
17
|
λογική (logikḗ)
|
Logik, logic, logica, logica, logika, logika, logikk, logikk, logique, loighic, loģika, lògica, lógica, lógica, λογικός, логика, логика
|
17
|
μαγικός (magikós)
|
madyik, magic, magical, magico, magicus, magik, magik, magisk, magisk, meiga, meigo, meigo, meigo, mágico, mágico, mágikus, μάγος
|
17
|
παπάς (papás)
|
Pfaffe, papa, papaz, papp, pappi, pop, pop, popã, popă, pāvests, папа, поп, поп, поп, поп, попъ, պապ
|
17
|
σημειωτικός (sēmeiōtikós)
|
semeiotica, semeiotico, semioottinen, semiotic, semiotico, semiotics, semiotiikka, semiotikk, semiotikk, semiotisk, semiotisk, semiotyka, semiótica, semiótico, semiótico, σημεῖον, семиотика
|
17
|
χαρακτηριστικός (kharaktēristikós)
|
Charakteristikum, caracteristică, caractéristique, caractéthistique, characteristic, characteristicus, charakterystyczny, charakterystyka, karakteristiek, karakteristiikka, karakteristika, karakteristinen, χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικέ, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικοί, χαρακτηριστικούς
|
17
|
ἐγκύκλιος παιδεία (enkúklios paideía)
|
ciclipéid, enciklopédia, encyclopaedia, encyclopedia, encyclopedie, encyklopædi, ensayklopedya, ensiklopedi, ensiklopedia, ensiklopedia, ensiklopedie, ensiklopedya, entsiklopediya, енциклопедія, энциклопедия, энциклопедия, ἐγκυκλοπαιδεία
|
16
|
-λόγος (-lógos)
|
-log, -logo, -logue, -λογία, -лог, -лог, astrology, cosmologie, cosmology, diabologue, gynecologist, hematólogo, palillogy, palilogy, theolog, энтомолог
|
16
|
Πύθων (Púthōn)
|
Python, Python, piton, piton, piton, pitono, pitó, pitón, python, python, python, pyton, pyton, питон, питон, питон
|
16
|
εἰλέω (eiléō)
|
ile, iléon, ul, vulgar, εἰλεός, εἶλαρ, εὐλή, οὐλαμός, οὖλον, գիւղ, ἅλυσις, ἑλένη, ἰλλάς, ἴουλος, ἶλιγξ, ὅλμος
|
16
|
ζυγωτός (zugōtós)
|
cigoto, okfruma, siogót, tsygootti, zigot, zigota, zigote, zigoto, zigoto, zigóta, zygot, zygota, zygota, zygote, ζυγόν, زيݢوت
|
16
|
καλλιγραφία (kalligraphía)
|
caligrafia, caligrafie, caligrafía, calligraphie, calligraphy, kaligrafia, kaligrāfija, kalligrafi, kalligrafi, kalligrafia, kalligrafie, kalligráfia, каллиграфия, каліграфія, краснопис, カリグラフィー
|
16
|
κειμένως (keiménōs)
|
κείμεναι, κείμενε, κείμενος, κειμένα, κειμέναιν, κειμέναις, κειμένας, κειμένην, κειμένης, κειμένοιν, κειμένοις, κειμένους, κειμένω, κειμένων, κειμένῃ, κειμένῳ
|
16
|
κειμενώτατος (keimenṓtatos)
|
κείμεναι, κείμενε, κείμενος, κειμένα, κειμέναιν, κειμέναις, κειμένας, κειμένην, κειμένης, κειμένοιν, κειμένοις, κειμένους, κειμένω, κειμένων, κειμένῃ, κειμένῳ
|
16
|
κειμενώτερος (keimenṓteros)
|
κείμεναι, κείμενε, κείμενος, κειμένα, κειμέναιν, κειμέναις, κειμένας, κειμένην, κειμένης, κειμένοιν, κειμένοις, κειμένους, κειμένω, κειμένων, κειμένῃ, κειμένῳ
|
16
|
μουσικός (mousikós)
|
musical, musical instrument, musician, musicus, musicus, musikus, musisi, muzsikus, muzyk, músico, músico, músico, μουσική, μουσικός, ܡܘܣܝܩܪܐ, მუსიკოსი
|
16
|
πρόγνωσις (prógnōsis)
|
Prognose, foreknowledge, prog'nose, prognos, prognose, prognose, prognosi, prognosis, prognosis, prognoza, prognoze, prognózis, γνῶσις, πρόγνωση, прогноз, прогноз
|
16
|
τραπέζιον (trapézion)
|
Trapez, trapecio, trapecio, trapez, trapezi, trapeziform, trapezio, trapezium, trapezium, trapezium, trapezoid, trapézio, τράπεζα, τραπέζι, τραπέζιον, ܛܪܦܙܝܘܢ
|
16
|
φυσική (phusikḗ)
|
ffiseg, fizika, fizyka, fysik, physic, physica, physical, physician, physics, pisikal, pisikal, φυσικός, физик, физика, פֿיזיק, פיזיקה
|
16
|
ἀμάραντος (amárantos)
|
Amarant, Amaranthus, amarant, amarant, amarantas, amaranth, amaranthine, amarantine, amaranto, amaranto, amaranto, amaranto, amarantti, amarantus, αμάραντος, ἀμάραντον
|
16
|
ἀορτέω (aortéō)
|
aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, aorta, аорта, аорта, аорта
|
16
|
ἀπόστροφος (apóstrophos)
|
apostrof, apostrof, apostrof, apostrof, apostrof, apostrof, apostrof, apostrofas, apostrofo, apostrofs, apostrophe, apostrophe, apostrophus, apóstrofo, απόστροφος, ապաթարց
|
16
|
ὑστερικός (husterikós)
|
histeria, histeryk, histèric, histérico, hisztéria, hisztérikus, hysteria, hysteric, hysterical, hystericus, hysterika, hysterisch, hystérique, isterico, testrionics, істерика
|
15
|
color
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, ξανθός, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φαιός, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
15
|
colors
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, ξανθός, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φαιός, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
15
|
καλάϊνος (kaláïnos)
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, ξανθός, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φαιός, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
15
|
κόλον (kólon)
|
Escherichia coli, colo, colon, colon, colon, colon, colostomía, kojlo, kolon, kulen, κόλον, κόλος, χολάς, ܩܘܠܘܢ, ἄκολος
|
15
|
νῷν (nôin)
|
με, μοι, μου, νώ, νῶϊ, ἐγώ, ἐμέ, ἐμοί, ἐμοῦ, ἐμός, ἡμέτερος, ἡμεῖς, ἡμᾶς, ἡμῖν, ἡμῶν
|
15
|
παιωνία (paiōnía)
|
paeonia, peon, peon, peonia, peonia, peony, peònia, pioen, pion, pion, pioni, pivoine, pivoňka, piwonia, півоня
|
15
|
παραβάλλω (parabállō)
|
parabola, parabool, pårler, βάλλω, παράβαλε, παράβαλλε, παρέβαλλον, παραβάλετε, παραβάλλεται, παραβάλλετε, παραβάλλομαι, παραβάλλω, παραβάλω, παραβολή, парабола
|
15
|
πρακτική (praktikḗ)
|
practise, prake̩ṣeere̩, praktijk, praktik, praktika, praktika, praktis, praktis, praktyk, praticar, praticare, pratiquer, pratitcher, pratitchi, πρακτικός
|
15
|
πόδιον (pódion)
|
pew, podium, podium, podium, poio, pueyo, pui, puig, puèg, pódium, uide, καμηλοπόδιον, πούς, πόδι, ἱερακοπόδιον
|
15
|
σύρω (súrō)
|
sırma, Σύρτις, κολοσυρτός, σέρνω, σαίρω, σπέρνω, συρμή, συρτάρι, συρφετός, σύρμα, σύρμα, σύρομαι, σύρος, σύρω, σῦρ
|
15
|
χλωρομέλας (khlōromélas)
|
γλαυκός, κυάνεος, λευκός, μέλας, ξανθός, πολιός, πορφύρεος, πράσινος, φαιός, φοινίκεος, χλωρός, ἁλουργής, ἐρυθρός, ἰόεις, ὄρφνινος
|
15
|
ἀκρότερος (akróteros)
|
ἄκραι, ἄκραιν, ἄκραις, ἄκραν, ἄκρας, ἄκρε, ἄκροι, ἄκροιν, ἄκροις, ἄκρος, ἄκρου, ἄκρους, ἄκρω, ἄκρων, ἄκρᾳ
|
15
|
ἀντίδοτον (antídoton)
|
antidot, antidote, antidoto, antidoto, antidotum, antidotum, antidotum, antidotum, antydot, antídot, antídoto, antídoto, αντίδοτο, антидот, ἀντιδίδωμι
|
15
|
ἀριστοκρατία (aristokratía)
|
aristocracy, aristocratie, aristocratie, aristocrație, aristokrasi, aristokrati, aristokrati, aristokratija, aristokrātija, arisztokrácia, αριστοκρατία, аристократия, аристократія, אַריסטאָקראַטיע, ἀριστοκράτης
|
15
|
ἄκρως (ákrōs)
|
ἄκραι, ἄκραιν, ἄκραις, ἄκραν, ἄκρας, ἄκρε, ἄκροι, ἄκροιν, ἄκροις, ἄκρος, ἄκρου, ἄκρους, ἄκρω, ἄκρων, ἄκρᾳ
|
15
|
ἐπεισόδιον (epeisódion)
|
eipeasóid, episod, episode, episode, episode, episode, episode, episodio, episodio, episódio, epizod, epizód, épisode, επεισόδιο, епізод
|
14
|
-ός (-ós)
|
-ώς, αγαθοεργός, δορός, κνηκός, λιθουργός, νομός, σκοπός, τροφός, ψοιθός, ἀργός, ἄπροικος, ἱπποφορβός, ὀρφνός, ὑφορβός
|
14
|
βασανίτης (basanítēs)
|
basal, basalt, basalt, basalt, basalt, basalt, basalt, basalte, basalto, basalto, basalto, базальт, базальт, базальт
|
14
|
γαλέα (galéa)
|
galai, galea, galera, galera, galera, galera, gali, galley, galär, galère, galé, gálya, γαλέη, 갤리
|
14
|
γεγονότως (gegonótōs)
|
γεγονυία, γεγονυίαιν, γεγονυίαις, γεγονυίας, γεγονυίᾳ, γεγονυιῶν, γεγονυῖα, γεγονυῖαι, γεγονυῖαν, γεγονότε, γεγονότες, γεγονότοιν, γεγονότων, γεγονώς
|
14
|
διαδέω (diadéō)
|
diadem, diadem, diadem, diadema, diadema, diadema, diadema, diadema, diadema, diadème, δέω, διάδημα, диадема, دام
|
14
|
κανονικός (kanonikós)
|
Kanoniker, canonge, canonicus, canònic, canónico, canónico, canónigo, chanoine, cóengo, kanoniczny, kanonik, kanunnik, κανονικός, κανών
|
14
|
καταλυθήσεσθε (kataluthḗsesthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσεσθον (kataluthḗsesthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσεται (kataluthḗsetai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοιντο (kataluthḗsointo)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοιο (kataluthḗsoio)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοισθε (kataluthḗsoisthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοισθον (kataluthḗsoisthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσοιτο (kataluthḗsoito)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσονται (kataluthḗsontai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθήσῃ (kataluthḗsēi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησοίμεθα (kataluthēsoímetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησοίμην (kataluthēsoímēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησοίσθην (kataluthēsoísthēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησομένη (kataluthēsoménē)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησόμεθα (kataluthēsómetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησόμενον (kataluthēsómenon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυθησόμενος (kataluthēsómenos)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίμεθα (katalusoímetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίμην (katalusoímēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίσθην (katalusoísthēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσοίτην (katalusoítēn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσομένη (katalusoménē)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσόμεθα (katalusómetha)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσόμενον (katalusómenon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλυσόμενος (katalusómenos)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσεσθε (katalúsesthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσεσθον (katalúsesthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσεται (katalúsetai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοι (katalúsoi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιεν (katalúsoien)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιμεν (katalúsoimen)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιμι (katalúsoimi)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιντο (katalúsointo)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιο (katalúsoio)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοις (katalúsois)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοισθε (katalúsoisthe)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοισθον (katalúsoisthon)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιτε (katalúsoite)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιτο (katalúsoito)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσοιτον (katalúsoiton)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσονται (katalúsontai)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσουσα (katalúsousa)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλύσων (katalúsōn)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
καταλῦσον (katalûson)
|
καταλυθήσεσθαι, καταλυθήσομαι, καταλύσει, καταλύσειν, καταλύσεις, καταλύσεσθαι, καταλύσετε, καταλύσετον, καταλύσομαι, καταλύσομεν, καταλύσουσι, καταλύσουσιν, καταλύσω, καταλύω
|
14
|
μαλάσσω (malássō)
|
amalgam, amalgam, amalgama, amalgama, amalgama, amalgama, malassata, malaxer, malaxo, soften, λαπαρός, μάλαμα, μαλακός, ملغم
|
14
|
πανικός (panikós)
|
panic, panico, paniek, paniikki, panik, panika, panikk, panikk, panique, panisch, pànic, pánik, pânico, პანიკა
|
14
|
πλεονασμός (pleonasmós)
|
Pleonasmus, pleonasm, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonasmo, pleonazm, pleonazmus, pléonasme, плеоназм, плеоназм, плеоназм
|
14
|
πρόσθεσις (prósthesis)
|
addition, application, prosthesis, prosthetic, protesi, proteza, prothesis, prothèse, pròtesi, θέσις, προσθετικός, προστίθημι, πρόθεση, протез
|
14
|
σπήλαιον (spḗlaion)
|
cave, shpellë, speleo-, speleoloģija, speleothem, spelerpe, spéléologie, szpeleológia, σπέος, σπηλιά, σπῆλυγξ, ⲥⲡⲉⲗⲉⲱⲛ, ⲥⲡⲏⲗⲁⲓⲟⲛ, ⲥⲡⲏⲗⲩⲟⲛ
|
14
|
φανταστικός (phantastikós)
|
fantastic, fantastický, fantastico, fantastique, fantastis, fantastisch, fantastyczny, fantasztikus, fantàstic, fantástico, fantástico, fantástico, phantasticus, φαντάζω
|
14
|
ἀνέκδοτος (anékdotos)
|
Anekdote, anecdote, anecdotum, anedota, anegdota, anekdootti, anekdot, anekdota, anekdote, anekdote, anekdote, anekdote, אַנעקדאָט, ანეკდოტი
|
14
|
ἀοιδαῖν (aoidaîn)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδή, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
14
|
ἀσκητής (askētḗs)
|
aiséiteach, aiséitiúil, asceet, asceta, asceta, asceta, ascetic, asket, asketa, asketo, aszkéta, skete, скит, ἀσκέω
|
14
|
ἀφασία (aphasía)
|
afasi, afasi, afasia, afasia, afasia, afasia, afasia, afasie, afasie, afazio, afazja, aphasia, афазия, афазия
|
14
|
ἔμπλαστρον (émplastron)
|
emplaster, emplastron, emplastrum, empliâtre, emplâtre, flastrom, plaster, plastron, plastrón, pleister, pleisteren, plester, plâtre, ἔμπλαστρος
|
14
|
ἔρημος (érēmos)
|
Eremit, desolate, eremita, ermida, ermida, ermita, ermita, hermida, hermit, wilderness, yermo, έρημος, ἐρῆμος, ⲉⲣⲏⲙⲟⲥ
|
14
|
ἰατρεία (iatreía)
|
-iatria, -iatrie, -iatry, -iatría, hebiatria, psihiatrija, psykiatri, treatment, γιατρειά, ψυχιατρική, педіатрія, психіатрія, фтизиатрия, ἰατρός
|
13
|
-εος (-eos)
|
-ης, -ος, purpureal, κτίδεος, κυάνεος, λίνεος, νεκτάρεος, πορφύρεος, φοινίκεος, χάλκεος, χρύσεος, ἀργύρεος, ῥόδεος
|
13
|
αὖος (aûos)
|
austere, austère, dry, sauss, sear, sudus, αὐστηρός, αὐχμός, αὔω, ξηρός, σαυκός, сухой, ἄζω
|
13
|
γραφία (graphía)
|
adoxography, choreografia, choreography, grafìa, graphie, koreografi, koreográfia, typographia, typography, типокграфїꙗ, тѵпоґрафїѧ, хореография, хореография
|
13
|
διδακτικός (didaktikós)
|
didactic, didactique, didaktický, didaktik, didaktik, didaktiko, didaktinen, didattico, didàctic, didáctico, didático, διδακτική, διδακτική
|
13
|
δοχή (dokhḗ)
|
Daube, doagã, doagă, doga, doga, doga, douve, dove, duag, dugħ, duig, reception, ἱστοδόκη
|
13
|
εὐθανασία (euthanasía)
|
eutanasia, eutanasia, eutanasia, eutanasia, eutanazja, eutanásia, eutanázia, euthanasia, euthanasie, ötanazi, ευθανασία, евтаназія, էվթանազիա
|
13
|
κορυφαῖος (koruphaîos)
|
Koryphäe, corifeu, corifeu, coryfee, coryphaeus, coryphaeus, corypheus, coryphée, coryphée, korifeo, koryfeusz, koryfé, κορυφή
|
13
|
λεόπαρδος (leópardos)
|
leopard, leopardo, leopardo, leopards, leopardus, leopárd, liopard, luipaard, luiperd, λέων, λεοπάρδαλη, леопард, леопардъ
|
13
|
νεόφυτος (neóphutos)
|
Neofit, neofiet, neofita, neofita, neophyte, neophytus, neòfit, neófito, neófito, νέος, неофит, ნეოფიტი, 𐌽𐌹𐌿𐌾𐌰𐍃𐌰𐍄𐌹𐌸𐍃
|
13
|
πάρδος (párdos)
|
leopard, leopardo, leopardo, leopards, leopardus, leopárd, liopard, pard, pardus, párduc, λεοπάρδαλη, πάρδαλις, पृदाकु
|
13
|
πύθω (púthō)
|
Python, Python, piton, pitón, pizio, pus, puter, puçërr, pyo-, pūt, Πυθώ, πύον, питон
|
13
|
σάκχαρον (sákkharon)
|
Saccharomyces, Saccharomycetes, Saccharomycotina, saccaro, saccharine, saccharon, saharin, suzzacchera, σάκχαρ, сахар, сахар, сахарин, сахарин
|
13
|
σεῦκλον (seûklon)
|
cikla, cvekla, cvikla, cékla, sfeclă, ćwikła, σέσκουλο, свёкла, цвекла, цвекло, цвекло, цикла, شلغم
|
13
|
στρόφος (stróphos)
|
Strophanthus, colic, estorbada, estrobo, gripe, strap, strop, stroppus, strup, struppus, Στρόφιος, πάνυσσα, στρόφιον
|
13
|
στύππη (stúppē)
|
estopa, estopa, estopa, shtupë, stifle, stop, stope, stoppa, stuppa, stupã, stupă, étoupe, στυππεῖον
|
13
|
σωματικός (sōmatikós)
|
bodily, metasomatite, somaattinen, somatic, somatický, somatico, somatique, somatisch, somatisk, somatisk, somatisk, somático, σῶμα
|
13
|
τήγανον (tḗganon)
|
tegula, tian, tian, tian, σαγάνι, σαγανάκι, τάγηνον, τηγάνι, τηγάνιον, تغار, تیان, طاجن, ܛܓܢܐ
|
13
|
τετράρχης (tetrárkhēs)
|
tetrarca, tetrarca, tetrarca, tetrarch, tetrarch, tetrarches, tetrarh, tetrarko, tetrarĥo, tétrarque, ܛܛܪܪܟܐ, 𐍄𐌰𐌹𐍄𐍂𐌰𐍂𐌺𐌴𐍃, 𐍆𐌹𐌳𐌿𐍂𐍂𐌰𐌲𐌹𐌽𐌾𐌰
|
13
|
τραγικός (tragikós)
|
traagikko, traaginen, tragic, tragico, tragicus, tragikus, tragique, tragisk, tragisk, tragisk, trágico, trágico, τράγος
|
13
|
φαραώ (pharaṓ)
|
Faraon, farao, faraón, faraón, faraón, paraon, pharaon, pr ꜥꜣ, Φαραώ, ⲉⲣⲣⲟ, ⲟⲩⲣⲟ, ⲣⲣⲟ, ⲫⲁⲣⲁⲱ
|
13
|
ἀντίδοτος (antídotos)
|
antidot, antidote, antidoto, antidoto, antidotum, antidotum, antidotum, antidotum, antydot, antídoto, antídoto, антидот, ἀλεξιφάρμακον
|
13
|
ἀοιδοῖν (aoidoîn)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδότατος (aoidótatos)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδότερος (aoidóteros)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδώ (aoidṓ)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀοιδῶς (aoidôs)
|
ἀοιδά, ἀοιδάς, ἀοιδέ, ἀοιδαί, ἀοιδαῖς, ἀοιδοί, ἀοιδούς, ἀοιδοῖς, ἀοιδοῦ, ἀοιδός, ἀοιδῇ, ἀοιδῶν, ἀοιδῷ
|
13
|
ἀποβάλλω (apobállō)
|
discard, throw away, αποβάλλω, βάλλω, ἀπέβαλλον, ἀπέβαλον, ἀπεβλήθην, ἀποβάλετε, ἀποβάλλετε, ἀποβάλλομαι, ἀποβάλω, ἀπόβαλε, ἀπόβαλλε
|
13
|
ἀπολογητικός (apologētikós)
|
apologeettinen, apologeta, apologetic, apologetico, apologeticus, apologetisch, apologètic, apologético, apologétique, prologetic, απολογητικός, απολογητικώς, ἀπολογητικῶς
|
13
|
ἀστεροειδής (asteroeidḗs)
|
asteroid, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroide, asteroidi, asteroīds, астероид
|
13
|
ἀστρονόμος (astronómos)
|
astronom, astronomer, astronomo, astronomo, astronomus, astronoom, astrónomo, astrónomo, astrónomo, asztronómus, αστρονόμος, астроном, ἀστρολόγος
|
13
|
ἄνθεμον (ánthemon)
|
Anthemis, chrysanthemum, krisan, krisantemum, krizantém, ανθέμιο, βοάνθεμον, λευκάνθεμον, χρυσάνθεμο, χρυσάνθεμον, כריזאַנטעמע, ἄργεμον, Ἀνθεμοῦς
|
13
|
ἄστατος (ástatos)
|
astat, astat, astat, astatin, astatin, astatine, astato, astato, astato, astats, asztácium, астат, ἵστημι
|
13
|
ἐπιληψία (epilēpsía)
|
epilepsi, epilepsi, epilepsi, epilepsi, epilepsia, epilepsia, epilepsie, epilepsja, epilepsy, epilepszia, épilepsie, épilepsie, ἐπιλαμβάνω
|
13
|
ἑρμηνευτικός (hermēneutikós)
|
Hermeneutik, hermeneutic, hermeneutics, hermeneutiikka, hermeneutik, hermeneutisch, hermeneutisk, hermeneuttinen, hermenéutica, hermenéutica, herméneutique, герменевтика, ἑρμηνεύω
|
13
|
ἔγκαυστον (énkauston)
|
encaustum, encre, encre, enque, inchiostro, inghiastro, ink, inkt, linka, ynke, انکاس, ఇంకి, インキ
|
13
|
Ῥωσία (Rhōsía)
|
Rosja, Rusia, Rusia, Rusia, Rusia, Rusia, Арассыыйа, Ресей, Росси, Росси, Русия, Русь, Ῥῶς
|
12
|
-ινός (-inós)
|
θερινός, λαρινός, νυκτερινός, σημερινός, τητινός, χειμερινός, χθεσινός, χοιρινό, ἀληθινός, ἁδινός, ἡμερινός, ὀπωρινός
|
12
|
δραματουργός (dramatourgós)
|
Dramaturg, dramaturg, dramaturg, dramaturg, dramaturg, dramaturge, dramaturgo, dramaturgo, dramaturgo, playwright, δραματουργία, δρᾶμα
|
12
|
καταλυσίμως (katalusímōs)
|
καταλυσίμοιν, καταλυσίμοις, καταλυσίμου, καταλυσίμους, καταλυσίμω, καταλυσίμων, καταλυσίμῳ, καταλύσιμα, καταλύσιμε, καταλύσιμοι, καταλύσιμον, καταλύσιμος
|
12
|
καταλυσιμότατος (katalusimótatos)
|
καταλυσίμοιν, καταλυσίμοις, καταλυσίμου, καταλυσίμους, καταλυσίμω, καταλυσίμων, καταλυσίμῳ, καταλύσιμα, καταλύσιμε, καταλύσιμοι, καταλύσιμον, καταλύσιμος
|
12
|
καταλυσιμότερος (katalusimóteros)
|
καταλυσίμοιν, καταλυσίμοις, καταλυσίμου, καταλυσίμους, καταλυσίμω, καταλυσίμων, καταλυσίμῳ, καταλύσιμα, καταλύσιμε, καταλύσιμοι, καταλύσιμον, καταλύσιμος
|
12
|
κιχώριον (kikhṓrion)
|
chicory, chicorée, chicória, chicôrée, cichorium, cicoare, cicoria, cykoria, suikerij, tsicoarã, xicoira, κιχώριον
|
12
|
κορίανδρον (koríandron)
|
cilantro, coandro, coentro, colanto, coriander, coriandolo, coriandre, coriandru, coriandrum, culantro, culantro, κορίαννον
|
12
|
κυκλικός (kuklikós)
|
ciclico, circular, cyclic, cyclicus, cyklický, cíclic, cíclico, cíclico, syklinen, zyklisch, κυκλοτερής, στρογγύλος
|
12
|
λογία (logía)
|
-ologio, biologo, bloemlezing, brachiologia, brachylogy, brachyology, braquilogia, braquilogía, gnomology, λόγιος, λόγιος, ოოლოგია
|
12
|
μαγνησία (magnēsía)
|
magnesia, magnesia, magnesia, magnesium, magnesium oxide, magnesiwm, magnésium, mangan, manganese, manganîs, Μάγνης, مغنيسيا
|
12
|
μείωσις (meíōsis)
|
diminution, extenuatio, meioosi, meiosi, meiosi, meiosis, meiosis, meiózis, mejoza, reduction, μείωση, мейоз
|
12
|
μελαγχολικός (melankholikós)
|
malencolik, malinconico, melancholic, melancholicus, melancholik, melancolique, melancólico, melancólico, melancólico, melankolikko, melankolikus, μελαγχολία
|
12
|
σφῷν (sphôin)
|
σέ, σε, σοί, σοι, σου, σοῦ, σφώ, σφῶϊ, σός, σύ, ὑμέτερος, ὑμεῖς
|
12
|
τροχηλάτως (trokhēlátōs)
|
τροχήλατα, τροχήλατε, τροχήλατοι, τροχήλατον, τροχήλατος, τροχηλάτοιν, τροχηλάτοις, τροχηλάτου, τροχηλάτους, τροχηλάτω, τροχηλάτων, τροχηλάτῳ
|
12
|
τροχηλατότατος (trokhēlatótatos)
|
τροχήλατα, τροχήλατε, τροχήλατοι, τροχήλατον, τροχήλατος, τροχηλάτοιν, τροχηλάτοις, τροχηλάτου, τροχηλάτους, τροχηλάτω, τροχηλάτων, τροχηλάτῳ
|
12
|
τροχηλατότερος (trokhēlatóteros)
|
τροχήλατα, τροχήλατε, τροχήλατοι, τροχήλατον, τροχήλατος, τροχηλάτοιν, τροχηλάτοις, τροχηλάτου, τροχηλάτους, τροχηλάτω, τροχηλάτων, τροχηλάτῳ
|
12
|
φανάριον (phanárion)
|
fanal, fanal, fanal, fanal, φαίνω, φανάρι, фонарь, фонарь, ֆանար, فنار, فنر, فنر
|
12
|
ἀμάω (amáō)
|
aam, meto, mow, piramide, piramide, pyramid, sabulum, sand, πυραμίς, ἀμνίον, ἄμαλλα, ἄμη
|
12
|
ἀνατρέπω (anatrépō)
|
anatropo, capsize, overturn, ανατρέπω, τρέπω, ἀνέτρεψα, ἀνατρέπομαι, ἀνατρέπομεν, ἀνατροπή, ἀνετράπη, ἀνετράπην, ἀνετράπησαν
|
12
|
ἀντιπάθεια (antipátheia)
|
antipathy, antipati, antipati, antipatia, antipatia, antipatia, antipatía, antipatía, antipátia, antypatia, ellenszenv, антипатія
|
12
|
ἀποστολικός (apostolikós)
|
apostolic, apostolico, apostolicus, apostolik, apostolique, apostolique, apostolisk, apostolisk protonotar, apostòlic, apostólico, apostólico, ἀποστέλλω
|
12
|
Ἀλέξιος (Aléxios)
|
Aleix, Alejo, Aleksis, Alexej, Alexej, Alexius, Alexius, Lesh, Алексей, Аляксей, Олекса, Олексій
|
12
|
ἐπιδήμιος (epidḗmios)
|
eipidéim, epideemia, epidemi, epidemia, epidemia, epidemia, epidemic, epidemie, epidemy, epidémia, épidémie, эпидемия
|
12
|
ἐπιλυτρότατος (epilutrótatos)
|
ἐπίλυτρα, ἐπίλυτρε, ἐπίλυτροι, ἐπίλυτρον, ἐπίλυτρος, ἐπιλύτροιν, ἐπιλύτροις, ἐπιλύτρου, ἐπιλύτρους, ἐπιλύτρω, ἐπιλύτρων, ἐπιλύτρῳ
|
12
|
ἐπιλυτρότερος (epilutróteros)
|
ἐπίλυτρα, ἐπίλυτρε, ἐπίλυτροι, ἐπίλυτρον, ἐπίλυτρος, ἐπιλύτροιν, ἐπιλύτροις, ἐπιλύτρου, ἐπιλύτρους, ἐπιλύτρω, ἐπιλύτρων, ἐπιλύτρῳ
|
12
|
ἐπιλυτότατος (epilutótatos)
|
ἐπίλυτα, ἐπίλυτε, ἐπίλυτοι, ἐπίλυτον, ἐπίλυτος, ἐπιλύτοιν, ἐπιλύτοις, ἐπιλύτου, ἐπιλύτους, ἐπιλύτω, ἐπιλύτων, ἐπιλύτῳ
|
12
|
ἐπιλυτότερος (epilutóteros)
|
ἐπίλυτα, ἐπίλυτε, ἐπίλυτοι, ἐπίλυτον, ἐπίλυτος, ἐπιλύτοιν, ἐπιλύτοις, ἐπιλύτου, ἐπιλύτους, ἐπιλύτω, ἐπιλύτων, ἐπιλύτῳ
|
12
|
ἐπιλύτρως (epilútrōs)
|
ἐπίλυτρα, ἐπίλυτρε, ἐπίλυτροι, ἐπίλυτρον, ἐπίλυτρος, ἐπιλύτροιν, ἐπιλύτροις, ἐπιλύτρου, ἐπιλύτρους, ἐπιλύτρω, ἐπιλύτρων, ἐπιλύτρῳ
|
12
|
ἐπιλύτως (epilútōs)
|
ἐπίλυτα, ἐπίλυτε, ἐπίλυτοι, ἐπίλυτον, ἐπίλυτος, ἐπιλύτοιν, ἐπιλύτοις, ἐπιλύτου, ἐπιλύτους, ἐπιλύτω, ἐπιλύτων, ἐπιλύτῳ
|
12
|
ἑκτικός (hektikós)
|
hectic, hektický, hektisk, hektisk, hektisk, jektika, étique, étisie, χτικιάζω, χτικιό, јектика, ἔχω
|
12
|
ἑπταλοφώτατος (heptalophṓtatos)
|
ἑπταλόφα, ἑπταλόφε, ἑπταλόφοι, ἑπταλόφοιν, ἑπταλόφοις, ἑπταλόφον, ἑπταλόφος, ἑπταλόφου, ἑπταλόφους, ἑπταλόφω, ἑπταλόφων, ἑπταλόφῳ
|
12
|
ἑπταλοφώτερος (heptalophṓteros)
|
ἑπταλόφα, ἑπταλόφε, ἑπταλόφοι, ἑπταλόφοιν, ἑπταλόφοις, ἑπταλόφον, ἑπταλόφος, ἑπταλόφου, ἑπταλόφους, ἑπταλόφω, ἑπταλόφων, ἑπταλόφῳ
|
12
|
ἑπταλόφως (heptalóphōs)
|
ἑπταλόφα, ἑπταλόφε, ἑπταλόφοι, ἑπταλόφοιν, ἑπταλόφοις, ἑπταλόφον, ἑπταλόφος, ἑπταλόφου, ἑπταλόφους, ἑπταλόφω, ἑπταλόφων, ἑπταλόφῳ
|
12
|
Ἰούδα (Ioúda)
|
Jiddisch, Juda, Judah, Judaism, Jude, jiddisch, jidiš, jidysz, jüdisch, ייִדיש, Ἰουδαῖος, Ἰούδας
|
12
|
ὑποτίθημι (hupotíthēmi)
|
hipotesis, hypotheca, hypothecate, hypothesis, hypothèse, τίθημι, гіпотеза, ենթա-, ենթադրեմ, ὑποθήκη, ὑπόθεσις, ὑπόκειμαι
|
11
|
-ακός (-akós)
|
-ac, -άζω, -κός, Aegyptiacus, Egyptiac, abdominocardiac, haeresiacus, paradisiacus, Μιθριακός, στοιχειακός, συμποσιακός
|
11
|
Πάνθειον (Pántheion)
|
Panteon, Pantheon, Pantheon, Pantheon, panteon, panteão, panteón, panthéon, πάνθεον, пантеон, بانثيون
|
11
|
Τοπάζιος (Topázios)
|
topaasi, topacio, topacio, topas, topaz, topazi, topazio, topazius, topázio, tópás, топаз
|
11
|
βιβλιογραφία (bibliographía)
|
Bibliographie, bibleagrafaíocht, bibliografia, bibliografia, bibliografia, bibliografie, bibliografiya, bibliografía, bibliography, bibliyograpiya, βιβλιογράφος
|
11
|
δρέπανον (drépanon)
|
scythe, sickle, βίρρη, δορυδρέπανον, δρεπάνη, δρεπάνι, δρεπάνιον, ξιφοδρέπανον, πληγάς, დრეპანი, ἀγκαλίς
|
11
|
δραματικός (dramatikós)
|
dramaattinen, dramatic, dramatický, dramaticus, dramatique, dramatis, dramatisch, dramático, dramático, dramático, δρᾶμα
|
11
|
εἰδύλλιον (eidúllion)
|
idilio, idylatry, idyll, idyll, idylle, idylli, idílio, ειδύλλιο, εἶδος, идиллия, идиллия
|
11
|
εὐστοχώτατος (eustokhṓtatos)
|
εὐστόχοιν, εὐστόχοις, εὐστόχου, εὐστόχους, εὐστόχω, εὐστόχων, εὐστόχῳ, εὔστοχα, εὔστοχε, εὔστοχοι, εὔστοχος
|
11
|
εὐστοχώτερος (eustokhṓteros)
|
εὐστόχοιν, εὐστόχοις, εὐστόχου, εὐστόχους, εὐστόχω, εὐστόχων, εὐστόχῳ, εὔστοχα, εὔστοχε, εὔστοχοι, εὔστοχος
|
11
|
εὐστόχως (eustókhōs)
|
εὐστόχοιν, εὐστόχοις, εὐστόχου, εὐστόχους, εὐστόχω, εὐστόχων, εὐστόχῳ, εὔστοχα, εὔστοχε, εὔστοχοι, εὔστοχος
|
11
|
καλόπους (kalópous)
|
galoche, galosh, garbo, gálibo, kaliber, kalucsni, last, καλοπόδιον, κᾶλον, ҡалып, قالب
|
11
|
κατηχίζω (katēkhízō)
|
catechism, catechismus, catechize, catechizo, catechizzare, catequizar, catequizar, catéchiser, katechizm, katekismus, κατηχέω
|
11
|
κοσμογονία (kosmogonía)
|
Kosmogonie, cosmogonie, cosmogony, cosmogonía, cosmogonía, kosmogonia, kosmogonie, kosmogonio, kozmogonija, козмогонија, космогонія
|
11
|
κωνικός (kōnikós)
|
conic, conical, conicus, conisch, cónico, cónico, konisk, konisk, konisk, κῶνος, конічний
|
11
|
κόνικλος (kóniklos)
|
Chüngel, coniglio, conigliu, cunigliu, cunigru, kuneho, kunić, κονικλοτροφείο, κουνέλι, κύνικλος, قنية
|
11
|
μανδήλη (mandḗlē)
|
mandil, mandil, mandilio, mandylion, mantele, mendil, μαντήλα, χαρτομάντιλο, منديل, مندیل, მანდილი
|
11
|
μανιακός (maniakós)
|
maniac, maniaco, maniak, maniaque, manyak, manyakis, manyakis, maníaco, maníaco, melomaniac, μανία
|
11
|
μονόκερως (monókerōs)
|
Einhorn, einhurno, monoceros, monocerote, unicorn, unicornis, κέρας, միեղջիւր, יינהאָרן, მარტორქა, მარტორქაჲ
|
11
|
μωρέ (mōré)
|
bre, bre, βρε, μωρέ, μωρός, ρε, бе, бе, бре, бре, бре
|
11
|
ξένον (xénon)
|
ksenon, ksenons, senon, xeanón, xenon, xenon, xenon, xenon, ξένος, ксенон, քսենոն
|
11
|
παπᾶς (papâs)
|
faff, paap, papa, pape, pape, papież, pop, pope, pápa, πάπας, πάππας
|
11
|
πατριώτης (patriṓtēs)
|
patriot, patriot, patriot, patriot, patriot, patriot, patriota, patriote, patriotic, patriotik, патриот
|
11
|
πλακόεντα (plakóenta)
|
placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placentă, plasenta, plăcintă
|
11
|
πράσιος (prásios)
|
prase, praseo-, praseodimio, praseodimium, praseodymium, praseodymiwm, praseodímio, prazeodīms, πράσον, празеодим, فراسيون
|
11
|
προσγεγραμμένη (prosgegramménē)
|
βαρεῖα, βραχεῖα, δασεῖα, διαίρεσις, κορωνίς, μακρά, περισπωμένη, προσγράφω, προσῳδία, ὀξεῖα, ὀξύβαρις
|
11
|
σύνταγμα (súntagma)
|
compilation, sintagma, syntagma, syntagma, syntagmatarchy, syntagme, συνταγματάρχης, συνταγματάρχης, σύνταγμα, τάγμα, сѵнтаґма
|
11
|
χορδά (khordá)
|
chord, cord, corda, corda, corda, corda, corde, koord, koorde, kord, χορδή
|
11
|
ἀναιμία (anaimía)
|
anemi, anemi, anemia, anemia, anemia, anemia, anemia, anemie, anemio, anémie, ანემია
|
11
|
ἀρσενικός (arsenikós)
|
arsanaic, arsen, arsenic, arsenicum, arsenig, arsenik, arsenik, masculine, αρσενικός, ἀρσενικόν, ἄρσην
|
11
|
ἀρχέτυπον (arkhétupon)
|
Archetyp, archetyp, archetype, arketipo, arketyp, arketyp, arketype, arketype, arkkityyppi, arquetip, arquetipo
|
11
|
ἀτροφία (atrophía)
|
atrofia, atrofia, atrofia, atrofie, atrophie, atrophy, atròfia, ατροφία, атрофия, атрофия, атрофія
|
11
|
ἁρπάγη (harpágē)
|
arpagone, arpione, arpão, harpago, harpagon, harpagon, harpon, harpoon, harpun, sarpo, ἁρπάζω
|
11
|
ἐπιγράφω (epigráphō)
|
epigraph, epígrafe, spell, γράφω, επιγράφω, эпиграф, ἐπέγραψα, ἐπίγραμμα, ἐπιγράφομαι, ἐπιγραφή, 𐌿𐍆𐌰𐍂𐌼𐌴𐌻𐌾𐌰𐌽
|
11
|
ἐπισκοπέω (episkopéō)
|
archbishop, archevêque, archiepiscopus, archêvêque, biskup, biskup, biskup, discuss, σκοπέω, бискоупъ, бискуп
|
11
|
ὁρμῶ (hormô)
|
hormon, hormon, hormona, hormona, hormona, hormona, hormona, hormone, hormons, гормон, ὁρμάω
|
11
|
ῥητορική (rhētorikḗ)
|
oratory, rederijker, retorica, retorică, retoriek, retorika, retòrica, rhetoric, rhétorique, риторика, ῥητορικός
|
10
|
-ειος (-eios)
|
-ης, Αθανασάκειος, Βάκχειος, Ξενοφόντειος, Ξενοφώντειος, βόειος, βόρειος, ἀφνειός, ὀνείδειος, ὀνείρειος
|
10
|
Νάρκισσος (Nárkissos)
|
Narcisse, Narcissus, Narcissus, Narcissus, Narcisus, Narcís, narcis, narcist, Νάρκισσος, ナルキッソス
|
10
|
Περγαμηνός (Pergamēnós)
|
Pergamene, parchemyn, parchment, pergameno, pergaments, pergamenus, pergameo, pergamiño, perkament, Πέργαμον
|
10
|
αὐτοδίδακτος (autodídaktos)
|
autodidact, autodidacte, autodidactic, autodidakt, autodidakti, autodidatta, aŭtodidakto, self-educated, självlärd, автодидакт
|
10
|
βερικοκκία (berikokkía)
|
abricot, abricó, aibreog, apricot, aprikos, aprikos, aprikoze, bricyll, πραικόκιον, برقوق
|
10
|
βλάξ (bláx)
|
blasphemous, idiot, imbecile, moron, muļķis, stupid, βεβρός, βλάκας, βλακεία, ἀσύνετος
|
10
|
γεω- (geō-)
|
Geococcyx, Geomys, Georgo, geo-, geo-, geo-, geo-, geostrophic, geotérmico, γεωγραφία
|
10
|
γῆρυς (gêrus)
|
care, gair, gair, garrio, ger, ger, gorma, voice/translations, γίγγρος, ծիծառն
|
10
|
διά- (diá-)
|
dia-, diaphonical, diaspora, diaspora, diasporal, diaspóra, diorama, diorama, διάστημα, діаспора
|
10
|
εὐαγγελιστής (euangelistḗs)
|
euangelista, evangelist, evangelist, evangelista, evangelista, evangelista, evanghelist, Ευαγγελιστής, євангеліст, 𐌰𐌹𐍅𐌰𐌲𐌲𐌴𐌻𐌹𐍃𐍄𐌰
|
10
|
καταρράκτης (katarrháktēs)
|
cataract, cataract, cataract, cataracta, katarak, kōtrāāk, waterfall, אגטרגטא, ⲕⲁⲧⲁϩⲣⲁⲕⲧⲏⲥ, ⲕⲁⲧⲁⲣⲁⲕⲧⲏⲥ
|
10
|
κοσμητική (kosmētikḗ)
|
cosmetic, cosmetics, kasmutik, kosmeettinen, kosmetiikka, kosmetik, kosmetikk, kosmetikk, kozmetika, косметика
|
10
|
κοσμητικός (kosmētikós)
|
cosmetic, cosmetics, cosmetisch, cosmétique, kasmutik, kosmetický, kosmetik, kozmetikus, κοσμητικός, קאָסמעטיק
|
10
|
κωνωπεῖον (kōnōpeîon)
|
canape, canapé, canopy, conopeum, kanapa, kanape, kanapé, καναπές, канапа, канапа
|
10
|
λάσκω (láskō)
|
burst, lamentum, latro, leh, lessus, lolium, lullen, lullen, λῆρος, лаꙗти
|
10
|
λόφοις (lóphois)
|
λόφε, λόφοι, λόφοιν, λόφον, λόφος, λόφου, λόφους, λόφω, λόφων, λόφῳ
|
10
|
μάργαρον (márgaron)
|
Margarodit, margaric, margarin, margarina, margarine, margarine, margarine, margarodite, margaryna, маргарин
|
10
|
μανδίλιον (mandílion)
|
mandil, mandil, mandilio, mandylion, mantele, mendil, μαντήλα, منديل, مندیل, მანდილი
|
10
|
μαντίλιον (mantílion)
|
mandil, mandil, mandilio, mandylion, mantele, mendil, μαντήλα, منديل, مندیل, მანდილი
|
10
|
μισανθρωπία (misanthrōpía)
|
misanthropie, misanthropy, misantropia, misantropia, misantropia, misantropia, misantropía, misantrópico, mizantropie, мізантропія
|
10
|
νεκρο- (nekro-)
|
necro-, necro-, necro-, necro-, nekro-, nekro-, nekrologo, nekropsio, νεκρο-, νεκρός
|
10
|
οὐράνιος (ouránios)
|
Uranian, Uranismus, heavenly, skyward, uranico, uranide, uranism, ουράνιος, οὐρανός, ἐπουράνιος
|
10
|
παιών (paiṓn)
|
paeon, paeonia, peon, peon, peon, peone, peoni, peony, pion, pion
|
10
|
πεντάτευχος (pentáteukhos)
|
Pentateuch, Pentateuch, Pentateuch, Pentateuco, Pentateuco, Pentateuco, Pentateukki, Pięcioksiąg, pięcioksiąg, τεῦχος
|
10
|
πιστάκιον (pistákion)
|
bishtajë, pistacchio, pistache, pistachio, pistacho, pistacium, pistacja, pistako, pstk', πιστάκη
|
10
|
πριαπισμός (priapismós)
|
priapic, priapism, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapisme, priapismo
|
10
|
προβληματικός (problēmatikós)
|
problematic, problematico, problematicus, problematikus, problematyczny, problemático, problemático, problièmatique, problématique, проблематика
|
10
|
πρωτότυπος (prōtótupos)
|
prototipo, prototyp, prototype, prototype, prototyyppi, πρωτότυπος, прототип, прототип, прототип, אב טיפוס
|
10
|
πῆνος (pênos)
|
deapin, depăna, dipanare, panicle, pannus, panus, pinti, pīt, πήνη, опона
|
10
|
σκάζω (skázō)
|
cingid, limp, scazon, scazon, shank, σκάζω, σκάζων, σκάω, σκαληνός, шега
|
10
|
σκλήρωσις (sklḗrōsis)
|
esclerosis, otosclerosis, sclerose, sclerosis, sclérose, skleroosi, sklerose, sklerose, skleroza, σκληρός
|
10
|
σμῆγμα (smêgma)
|
smegma, smegma, smegma, smegma, smegma, soap, σμάω, σμῆμα, սմեգմա, ܙܡܡܐ
|
10
|
στρίγξ (strínx)
|
shtrigë, stria, strie, striga, strigã, strigă, stryge, strzyżyk, στρίξ, стрекотать
|
10
|
συνοπτικός (sunoptikós)
|
sinoptika, sinoptikas, sinóptico, sinóptico, synoptic, synoptisk, synoptisk, συνοπτικός, синоптика, ὀπτός
|
10
|
συντονία (suntonía)
|
agreement, exertion, intensity, sintonia, sintonia, sintonia, sintonía, syntonie, syntony, tension
|
10
|
σχολαστικός (skholastikós)
|
escolástico, escolástico, ischoràsthiggu, scholastic, scholasticus, scholastique, scolastico, scolastique, σχολή, სქოლასტიკოსი
|
10
|
σύγχρονος (súnkhronos)
|
contemporary, sinkron, synchrone, synchronisch, synchronous, synchronus, synchroon, συγχρονίζω, συγχρονίζω, χρόνος
|
10
|
ταρταροῦχος (tartaroûkhos)
|
dortoka, tartaruga, tortoise, tortue, tortue, tortuga, tortuga, tortuga, turtar, Τάρταρος
|
10
|
τετράκις (tetrákis)
|
tetrakis, tetrakis legomenon, tetrakis-, πεντάκις, τέσσαρες, τέταρτος, τέτταρες, τετρακτύς, τρίς, ἑξακισμυριοτετρακισχιλιοστός
|
10
|
τρυπάω (trupáō)
|
Trypeta, bore, trypanophobe, trypanophobia, trypanophobic, τρυπάνι, τρυπάω, τρυπώ, τρύπανον, τρύπημα
|
10
|
φιλο- (philo-)
|
φιλεραστής, φιλοβάρβαρος, φιλοδέσποτος, φιλοζέφυρος, φιλοκίνδυνος, φιλονικία, φιλοψευδής, φιλόδοξος, φιλόκοπρος, φιλόξενος
|
10
|
φυσιολογία (phusiología)
|
fisiologi, fisiologi, fizioloģija, fiziológia, fysiologie, fyziologie, physiologia, physiology, физиология, фізіологія
|
10
|
ἀλωπεκία (alōpekía)
|
allopicie, alopecia, alopecia, alopecia, alopecia, alopecja, alopesia, alopécie, αλωπεκία, ἀλώπηξ
|
10
|
ἀνομία (anomía)
|
anomi, anomi, anomia, anomia, anomie, anomie, anomie, νόμος, ἄνομος, 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍂𐌰𐌹𐌷𐍄𐌴𐌹
|
10
|
ἀντίποδες (antípodes)
|
Antipode, antipode, antipode, antipodes, antypoda, antypody, antípoda, antípoda, οἰκουμένη, ἄντοικος
|
10
|
ἀποδεικτικός (apodeiktikós)
|
apodeictic, apodictic, apodicticus, apodictique, apodiktisch, apodittico, apodyktyczny, apodíctico, apodíctico, ἀποδείκνυμι
|
10
|
ἀπορώτατος (aporṓtatos)
|
ἀπόροιν, ἀπόροις, ἀπόρου, ἀπόρω, ἀπόρων, ἄπορα, ἄπορε, ἄποροι, ἄπορον, ἄπορος
|
10
|
ἀπορώτερος (aporṓteros)
|
ἀπόροιν, ἀπόροις, ἀπόρου, ἀπόρω, ἀπόρων, ἄπορα, ἄπορε, ἄποροι, ἄπορον, ἄπορος
|
10
|
ἀπόρως (apórōs)
|
ἀπόροιν, ἀπόροις, ἀπόρου, ἀπόρω, ἀπόρων, ἄπορα, ἄπορε, ἄποροι, ἄπορον, ἄπορος
|
10
|
ἀσκητικός (askētikós)
|
Asket, ascetic, ascetisch, aschitac, ascétique, asketo, аскет, аскет, аскет, ἀσκέω
|
10
|
ἄμαθος (ámathos)
|
-ուտ, sabulum, sand, sand/translations, άμαθος, ψάμαθος, աւազ, ἄμμος, Ἀμαθοῦς, ἠμαθόεις
|
10
|
Ἀθανάσιος (Athanásios)
|
Atanasie, Athanase, Athanasius, Tănase, Αθανάσιος, θάνατος, Афанасий, Афанасій, Панас, ⲁⲑⲁⲛⲁⲥⲓⲟⲥ
|
10
|
ἐγγράφω (engráphō)
|
enlist, enroll, έγγραφο, γράφω, εγγράφω, ἐγγράφομαι, ἐνέγραψα, ἐνεγράφη, ἐνεγράφην, ἐνεγράφησαν
|
10
|
ἐκστατικός (ekstatikós)
|
ecstatic, ecstatica, ekstaattinen, ekstatyczny, estatico, extatique, extatisch, στατικός, екстатичний, ἐξίστημι
|
10
|
ὀφιοειδής (ophioeidḗs)
|
οφιοειδής, ὀφιοειδές, ὀφιοειδέσι, ὀφιοειδέσιν, ὀφιοειδεῖ, ὀφιοειδεῖς, ὀφιοειδοῖν, ὀφιοειδοῦς, ὀφιοειδῆ, ὀφιοειδῶν
|
10
|
ὕδρωψ (húdrōps)
|
anasarca, dropsy, hidropesía, hydropic, hydrops, hydrops, ydropisia, ydropisie, индрик, ὕδερος
|
10
|
ὤχρα (ṓkhra)
|
ochra, ochraceus, ochre, ockra, ocra, oker, oker, okra, вохра, ὠχρός
|
9
|
Κελτοί (Keltoí)
|
Celt, Celtae, Kelt, Keltoi, celta, céltico, kelt, ķelts, Κελτός
|
9
|
Μαυρός (Maurós)
|
Mauritania, Maurus, Moor, Murzyn, morus, Μαυρουσία, Μαυρούσιος, ⲙⲁⲩⲣⲏⲥ, ⲙⲱⲣⲓⲥ
|
9
|
Νοέμβριος (Noémbrios)
|
noiembrie, november, nuembru, Νοέμβριος, ноябрь, ноябрь, նոյեմբեր, ნოემბერი, ⲛⲟⲉⲙⲃⲣⲓⲟⲥ
|
9
|
Πλειάδες (Pleiádes)
|
Pleiades, Pleias, Plejadit, Pléiades, Pléyades, plejada, plejadi, Πλειάδες, Πλειάς
|
9
|
Σῆρες (Sêres)
|
Seres, Serica, sericeous, sericulture, sirgo, sirgo, sirgo, Σήρ, 賽里斯
|
9
|
Χημία (Khēmía)
|
Khem, alchemie, alchemy, alquimia, alquimia, alquimia, alquimia, kimia, كيمياء
|
9
|
αἱμορραγία (haimorrhagía)
|
almorragie, cerebral hemorrhage, emorahiya, hemorragia, hemorragia, hemorrhage, hemorrhagic stroke, hémorragie, геморрагия
|
9
|
αἱμορροΐς (haimorrhoḯs)
|
emeroides, emorroide, hemoroid, hemoroide, hemoroide, hemorrhoid, hemorroide, morena, геморой
|
9
|
γεωδαισία (geōdaisía)
|
geodesi, geodesi, geodesia, geodesia, geodesy, geodèsia, géodésie, heodesya, геодезия
|
9
|
γεωμέτρης (geōmétrēs)
|
geometer, geometres, geometri, geometria, geometric, geometriya, geometry, géomètre, ģeometrija
|
9
|
γραφίς (graphís)
|
fotograf, fotograf, fotograf, fotograf, fotografia, pen, γλαρίς, γραφικός, ὑπογραφίς
|
9
|
διαγώνιος (diagṓnios)
|
diagonal, diagonal, diagonal, diagonal, diagonal, diagonalis, γωνία, диагональ, діагональний
|
9
|
εἴλω (eílō)
|
homily, volvo, vulgus, εἰλεός, οὖλον, ἁλία, ἡλιαία, ἴλη, ὅμιλος
|
9
|
ζυγός (zugós)
|
Zygoptera, siogót, zigot, zygonic, ζυγίζω, ζυγόν, ζυγός, σύζυγος, زيݢوت
|
9
|
θεωρητικός (theōrētikós)
|
teoretikus, teoretisk, teoretisk, theoretic, theoretical, theoreticus, théorétique, θεωρέω, теоретик
|
9
|
κάρχαρος (kárkharos)
|
Carcharodon, Carcharodon carcharias, Carcharodontosaurus, carcharias, jagged, κάρκαρος, καρχαρίας, կարկառ, قرش
|
9
|
κατήχησις (katḗkhēsis)
|
Katechese, catechesis, catequese, catequesis, catihis, katecheza, катехизис, катехізис, катихизис
|
9
|
καυστικός (kaustikós)
|
caustic, causticus, caustique, cáustico, en-, kaustisk, kaustisk, kaustyczny, kostyczny
|
9
|
κλώθω (klṓthō)
|
Clotho, clothoid, clotoide, clò, κλωστή, κλωστήρ, κλώθω, քուղ, ἐπικλώθω
|
9
|
μαρσίππιον (marsíppion)
|
Marsupialia, marsupial, marsupial, marsupio, marsupio, marsupium, marsupium, marsúpio, μάρσιππος
|
9
|
μεταφυσικά (metaphusiká)
|
metafizika, metafizyka, metafysica, metafísico, metaphysica, metaphysics, метафизика, метафизика, метафізика
|
9
|
μετρέω (metréō)
|
-έω, geometer, geometria, geometria, géométrie, measure, ģeometrija, γεωμετρία, μετράω
|
9
|
μνήμων (mnḗmōn)
|
-σύνη, hieromnemon, mnemonic, mnemônico, μνάομαι, μνημονεύω, μνημονικός, μνημοσύνη, 𒈠𒈾𒀀𒋾
|
9
|
μονόλογος (monólogos)
|
Monolog, monologo, monologue, monologue, monoloog, monoloog, monoloq, swacakap, монолог
|
9
|
μυωπία (muōpía)
|
miopa, miopia, miopia, miopia, myopia, nearsightedness, μυωπία, μύω, μύωψ
|
9
|
πελαγικός (pelagikós)
|
pelagic, pelagico, pelagicus, pelagosaur, pelàgic, pelágico, pelágico, peláxico, pélagique
|
9
|
πεντάγωνος (pentágōnos)
|
Pentagon, pentagon, pentagonal, pentagone, pentagono, pentágono, pentágono, pentágono, γωνία
|
9
|
πολιτική (politikḗ)
|
politics, politik, politik, politika, politika, polityka, política, πολιτικός, політика
|
9
|
πολύγωνον (polúgōnon)
|
Vieleck, poligon, poligon, polygon, polygoni, polygonum, polygoon, veelhoek, πολύγωνος
|
9
|
συνθλίβω (sunthlíbō)
|
θλίβω, συνέθλιψα, συνέθλιψε, συνέθλιψεν, συνεθλίβη, συνεθλίβην, συνεθλίβησαν, συνθλίβομαι, συνθλίβω
|
9
|
συντρίβω (suntríbō)
|
crush, συνέτριψα, συνέτριψε, συνέτριψεν, συνετρίβη, συνετρίβην, συνετρίβησαν, συντρίβομαι, συντρίβω
|
9
|
σχέδη (skhédē)
|
sceda, sceideal, scheda, scheda, scheda, schedule, skedul, skedule, țidulă
|
9
|
σύκχος (súkkhos)
|
socco, soccus, sock, socka, sok, sok, sokkur, sokkur, συγχίς
|
9
|
τεκτονικός (tektonikós)
|
tectonic, tektonika, tektonika, tektonisch, tektonisch, tektonisk, tektonisk, τεκτονική, тектоника
|
9
|
τοπάζιον (topázion)
|
Topas, topas, topaz, topaze, topáz, tópás, τόπαζος, ܛܘܦܐܙܝܘܢ, ትጳዝዮን
|
9
|
τρίπτυχος (tríptukhos)
|
triptiek, triptih, triptych, triptyykki, tríptico, tríptico, πτύσσω, триптих, триптих
|
9
|
ψαλμῳδία (psalmōidía)
|
psalmodie, psalmodie, psalmody, salmodia, ψαλμουδιά, ψαλμωδία, ψαλμός, ψαλμῳδός, ᾠδή
|
9
|
ἀγα- (aga-)
|
very, way too, ἀγάννιφος, ἀγήνωρ, ἀγακλειτός, ἀγακλυτός, Ἀγήνωρ, Ἀγαμέμνων, ἠγάθεος
|
9
|
ἀκροστιχίς (akrostikhís)
|
acrastaic, acrostic, acrostiche, acrostichon, akrostiĥo, akrostych, акростих, акростих, აკროსტიქი
|
9
|
ἀναγράφω (anagráphō)
|
record, register, αναγράφω, γράφω, վեր, ἀνέγραψα, ἀναγράφομαι, ἀναγραφή, ἀνεγράφην
|
9
|
ἀνακαλύπτω (anakalúptō)
|
uncover, ανακάλυψη, ανακαλύπτω, καλύπτω, ἀνακαλύπτομαι, ἀνακαλύπτομεν, ἀνακαλύψεις, ἀνεκάλυψα, ἀνεκαλύφθην
|
9
|
ἀνακόλουθον (anakólouthon)
|
anacoluth, anacoluthe, anacoluthon, anacoluthon, anacoluto, anacoluto, anacoluto, anakolut, ανακόλουθο
|
9
|
ἀντίχριστος (antíkhristos)
|
Antichrist, Antikristus, Antychryst, Antykryst, antichrist, antychryst, Антихрист, Антихрист, Антихрист
|
9
|
ἀποκύημα (apokúēma)
|
αποκύημα, κύημα, ἀποκυήμασι, ἀποκυήμασιν, ἀποκυήματα, ἀποκυήματε, ἀποκυήματι, ἀποκυήματος, ἀποκυημάτων
|
9
|
ἀποστρέφω (apostréphō)
|
apastróf, apostrofo, apostrofs, apostrophe, apostrophe, apostrophus, αποστροφή, απόστροφος, ἀποστροφή
|
9
|
ἀστοῖν (astoîn)
|
ἀστέ, ἀστοί, ἀστούς, ἀστοῖς, ἀστοῦ, ἀστόν, ἀστός, ἀστῶν, ἀστῷ
|
9
|
ἀστώ (astṓ)
|
ἀστέ, ἀστοί, ἀστούς, ἀστοῖς, ἀστοῦ, ἀστόν, ἀστός, ἀστῶν, ἀστῷ
|
9
|
Ἀγαυή (Agauḗ)
|
agave, agave, agave, agave, agave, agave, agavo, agawa, агава
|
9
|
Ἀσιατικός (Asiatikós)
|
Asian, asiatic, asiatico, asiaticus, asiatique, asiático, asiático, asiático, Ἀσία
|
9
|
Ἄρειος (Áreios)
|
Arian, Arius, Arius, Arrius, Pyroeis, areiolainen, ἄρειος, Ἄρειος Πάγος, Ἄρης
|
9
|
ἐκλογή (eklogḗ)
|
choice, ecloga, eclogite, eclogue, egloga, ekloga, selection, égloga, églogue
|
9
|
ἐλαστός (elastós)
|
elasta, elastic, elasticiteit, elastik, elastisitas, elasto-, elastyczny, elàstic, ἐλαύνω
|
9
|
ἐμπάθεια (empátheia)
|
Empathie, empathy, empati, empati, empati, empatia, empatia, емпатія, אמפתיה
|
9
|
ἐμφαίνω (emphaínō)
|
emphasis, emphatic, enfasi, enfatico, enfático, enfático, énfasis, φαίνω, ἔμφασις
|
9
|
ἐπιδώμεθα (epidṓmetha)
|
πιδάω, ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
9
|
ὁμόλογος (homólogos)
|
homolog, homologous, homologue, omologare, omologo, prologetic, ομόλογος, ὁμολογέω, ὁμολογία
|
9
|
ὑγιεινή (hugieinḗ)
|
gigiyena, higiene, hygieeninen, hygiene, hygienia, hygiène, igiene, гигиена, гігієна
|
9
|
ὑδραυλικός (hudraulikós)
|
hydraulic, hydraulikk, hydraulikk, idraulico, υδραυλικός, гидравлика, гидравлика, гідравліка, ὕδωρ
|
8
|
-αρχης (-arkhēs)
|
batrik, patriarca, patriarca, patriarca, patriarca, patriark, patriarko, toparch
|
8
|
-πλοος (-ploos)
|
Hexapla, Octapla, hexapla, hexaple, octapla, octaples, tetrapla, tetraples
|
8
|
-ω (-ō)
|
-ου, -ω, -ως, εἴσω, λυτρόω, πλατύνω, ἐμφυσάω, ἰσχύω
|
8
|
Ποντικός (Pontikós)
|
Pontic, fındık, Ποντικόν κάρυον, Πόντος, ποντίκι, ποντικός, φουντούκι, фундук
|
8
|
Σεπτέμβριος (Septémbrios)
|
september, septembrie, Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριος, сентябрь, սեպտեմբեր, სექტემბერი, ⲥⲉⲡⲧⲉⲙⲃⲣⲓⲟⲥ
|
8
|
βολίς (bolís)
|
bolid, bolide, bolide, bolis, bolis, bólido, βαλλίζω, βουλιάζω
|
8
|
γάστρα (gástra)
|
grasta, grasta, γάστρα, γαστήρ, γαστεροπλήξ, γαστραία, γλάστρα, قوصرة
|
8
|
γαλακτικός (galaktikós)
|
galactic, galacticus, galactique, galactique, galaktika, galaktinen, galaktyka, galáctico
|
8
|
δρέπω (drépō)
|
drab, δρέπω, δρεπάνη, δρύπτω, δρῶπαξ, χεδροπά, द्रापि, ἔδρεψα
|
8
|
θαυματουργός (thaumatourgós)
|
taumaturgo, taumaturgo, taumaturgo, thaumaturg, thaumaturge, thaumaturge, thaumaturgus, θαῦμα
|
8
|
κάρον (káron)
|
Carum, caraway, caraway, carvea, karwij, κάρος, καρώ, كراويا
|
8
|
κίνναμον (kínnamon)
|
Zimt, cinnamico, cinnamon, cīmet, sinamon, synamome, κιννάμωμον, կինամոմոն
|
8
|
καλυπτός (kaluptós)
|
Eucalyptus, eucalipto, eucalipto, eucalyptus, eucalyptus, eukalyptus, eukalyptus, ⲕⲗⲁϥⲧ
|
8
|
καρῶτον (karôton)
|
cairéad, carota, carota, carrot, kareti, karota, καρόω, каротин
|
8
|
κηλέω (kēléō)
|
beguile, bewitch, calvor, celwydd, charm, enchant, θέλγω, κήλεος
|
8
|
κοινωνία (koinōnía)
|
communion, community, fellowship, koinonia, partnership, persekutuan, κοινωνία, κοινός
|
8
|
κοινόβιον (koinóbion)
|
cenobiarch, cenobita, cenobite, cenobium, chinovie, coenobium, coenobium, κοινοβιάτης
|
8
|
κολυμβάω (kolumbáō)
|
columb, columba, columpiar, swim, κολυμβάς, κολυμβήθρα, κολυμπάω, κόλυμβος
|
8
|
κτήτωρ (ktḗtōr)
|
Titarev, ktetor, ktetory, owner, possessor, κτάομαι, Титарёв, титар
|
8
|
λιμένιον (liménion)
|
liman, liman, liman, λιμάνι, λιμήν, лиман, лиман, لیمان
|
8
|
μετάπτωσις (metáptōsis)
|
precession, μετάπτωση, μεταπτώσεις, μεταπτώσεων, μεταπτώσεως, πείθω, πτῶσις, ἀπόπτωσις
|
8
|
μετέωρον (metéōron)
|
meteoor, meteor, meteor, meteor, meteori, meteorum, μετέωρος, метеор
|
8
|
μετρικός (metrikós)
|
metrico, metricus, metrisk, metrisk, métrico, métrico, μέτρον, συμμετρικός
|
8
|
μητροπολίτης (mētropolítēs)
|
metropoliitta, metropolita, metropolitan, metropolite, metropolito, mitropolit, Μητροπολίτης, митрополит
|
8
|
μιμικός (mimikós)
|
Mimik, mimic, mimico, mimicus, mimika, mímico, mímico, μῖμος
|
8
|
μουστάκιον (moustákion)
|
mostaccio, moustache, moustache, mustacchio, mustacium, μουστάκι, μουστάκιν, μύσταξ
|
8
|
νῆστις (nêstis)
|
jejunum, nestis, nestitherapy, νηστεία, νηστεύω, νηστικός, նօթի, ἐσθίω
|
8
|
παιάν (paián)
|
paean, paean, paeon, pean, peana, peone, peán, peã
|
8
|
παρεκτρέπω (parektrépō)
|
παρεκτρέπομαι, παρεκτρέπομεν, παρεκτρέπω, παρεξέτρεψα, παρεξετράπη, παρεξετράπην, παρεξετράπησαν, τρέπω
|
8
|
πλακοῦς (plakoûs)
|
pizza, placenta, plakous, plasenta, tiropita, γαμήλιος, πλάξ, πλακούντας
|
8
|
πλακόεις (plakóeis)
|
placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, placenta, plasenta
|
8
|
πολύγλωττος (polúglōttos)
|
poliglota, poligloto, polyglot, polyglot, polyglotte, polígloto, πολύγλωσσος, поліглот
|
8
|
προγνωστικός (prognōstikós)
|
prescient, prognostic, prognóstico, pronostic, pronosticar, pronosticar, pronosticare, γνωστικός
|
8
|
προτρέπω (protrépō)
|
impel, protreptic, urge on, προέτρεψα, προτρέπομαι, προτρέπομεν, προτρέπω, τρέπω
|
8
|
πρόθεσις (próthesis)
|
praepositio, preposition, prepositional, prothesis, purpose, θέσις, προθετικός, πρόθεση
|
8
|
σκάλα (skála)
|
escala, escala, escala, escale, escală, scala, σκάλα, ܣܩܠܐ
|
8
|
σκίγκος (skínkos)
|
Scincus, escáncer, scinco, scincoid, scincos, skink, skink, σκίγγος
|
8
|
στίβι (stíbi)
|
chalcostibite, kohl, msdmt, stib-, stibium, stibium, stibnite, στίμμι
|
8
|
συμβουλεύω (sumbouleúō)
|
advise, counsel, βουλεύω, συμβουλή, συμβουλεύομαι, συμβουλεύω, συνεβούλευσα, σύμβουλος
|
8
|
συνεχής (sunekhḗs)
|
constant, constantly, continually, continuous, synechism, συνεχές, συνεχής, συνεχῶς
|
8
|
συντάσσω (suntássō)
|
compile, compose, direct, put together, syntagma, συνταγή, σύνταξις, τάσσω
|
8
|
συστηματικός (sustēmatikós)
|
sistematico, sistematizar, sistemàtic, sistemático, sistemático, systematic, systematisk, systématique
|
8
|
σύλληψις (súllēpsis)
|
arrest, concept, syllepsa, syllepsis, syllepsis, syllepsis, συλλαμβάνω, σύλληψη
|
8
|
τακτική (taktikḗ)
|
Taktik, tactics, tactiek, taktiek, taktikk, taktikk, τακτικός, тактика
|
8
|
φατός (phatós)
|
faattinen, fatyczny, phatic, θέσφατος, θνῄσκω, हत, ἔπεφνον, ὀδυνήφατος
|
8
|
φείδομαι (pheídomai)
|
aphid, bite, findo, spare, Φείδιππος, Φειδίας, φειδός, भेद
|
8
|
φιλοσοφέω (philosophéō)
|
philosopheme, philosophize, σοφός, φιλοσοφία, φιλοσοφώ, φιλοσόφημα, φιλόσοφος, פלסף
|
8
|
φορός (phorós)
|
acanthophorous, chlamyphore, Θεσμοφόρια, εὔφορος, φέρω, светофор, भार, ἰχθυόφορος
|
8
|
φυσικά (phusiká)
|
metafisica, metafizyka, metaphysics, pataphysique, φυσικός, метафизика, метафизика, метафізика
|
8
|
χαρακτηρίζω (kharaktērízō)
|
caractéthistique, characteristic, characterize, charakterisieren, charakteryzować, karakterisoida, karakteristiek, характеризувати
|
8
|
χιασμός (khiasmós)
|
chiasm, chiasme, chiasmo, chiasmus, chiastolite, chiazm, quiasme, quiasmo
|
8
|
χρωματικός (khrōmatikós)
|
chromatic, chromatique, cromatico, cromàtic, cromático, cromático, kromatisk, kromatisk
|
8
|
χώρος (khṓros)
|
-choron, hecatonicosachoron, hexacosichoron, hexadecachoron, icositetrachoron, octachoron, pentachoron, polychoron
|
8
|
ψύλλος (psúllos)
|
flea, ψύλλα, ψύλλε, ψύλλοι, ψύλλος, ψύλλου, ψύλλους, ψύλλων
|
8
|
ἀγγαρεία (angareía)
|
angaria, angarie, angary, angheria, community service, corvee, αγγαρεία, ἄγγαρος
|
8
|
ἀμφίβιον (amphíbion)
|
Amphibie, abinieks, amfaibiach, amfibi, amfibium, amfībija, amphibian, ἀμφίβιος
|
8
|
ἀμφιβολία (amphibolía)
|
ambiguity, amfibolia, amfibologia, amphibolia, amphibolia, amphibologie, amphibology, amphiboly
|
8
|
ἀνάκρουσις (anákrousis)
|
anacrusa, anacrusi, anacrusi, anacrusis, anakruusi, anakruza, ανάκρουση, κρούω
|
8
|
ἀνακρίνω (anakrínō)
|
ανακρίνω, κρίνω, ἀνέκρινα, ἀνέκρινον, ἀνακρίνομαι, ἀνακρίνομεν, ἀνεκρίθην, 𐌰𐌽𐌳𐌷𐍂𐌿𐍃𐌺𐌰𐌽
|
8
|
ἀνατείνω (anateínō)
|
ανατείνω, τείνω, ἀνάτασις, ἀνέτεινα, ἀνέτεινον, ἀνατείνομαι, ἀνατείνομεν, ἀνετάθην
|
8
|
ἀντιπαθής (antipathḗs)
|
antipathy, antipatia, antipatia, antipatia, antipatía, antipatía, антипатія, հակ
|
8
|
ἀποκλείω (apokleíō)
|
exclude, αποκλείω, κλείω, ἀπέκλεισα, ἀπεκλείσθη, ἀποκλείεται, ἀποκλείετε, ἀποκλείομαι
|
8
|
ἀπολυέσθω (apoluésthō)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυέσθων (apoluésthōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυέτω (apoluétō)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυέτων (apoluétōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυοίμεθα (apoluoímetha)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυοίμην (apoluoímēn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυοίσθην (apoluoísthēn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυοίτην (apoluoítēn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυομένη (apoluoménē)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυόμεθα (apoluómetha)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυόμενον (apoluómenon)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυόμενος (apoluómenos)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυόντων (apoluóntōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολυώμεθα (apoluṓmetha)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύεσθε (apolúesthe)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύεσθον (apolúesthon)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύεται (apolúetai)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύησθε (apolúēsthe)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύησθον (apolúēsthon)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύηται (apolúētai)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύητε (apolúēte)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύητον (apolúēton)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοι (apolúoi)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιεν (apolúoien)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιμεν (apolúoimen)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιμι (apolúoimi)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιντο (apolúointo)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιο (apolúoio)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοις (apolúois)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοισθε (apolúoisthe)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοισθον (apolúoisthon)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιτε (apolúoite)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιτο (apolúoito)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύοιτον (apolúoiton)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύου (apolúou)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύουσα (apolúousa)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύωμαι (apolúōmai)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύωμεν (apolúōmen)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύων (apolúōn)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύωνται (apolúōntai)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύωσι (apolúōsi)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύωσιν (apolúōsin)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύῃ (apolúēi)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολύῃς (apolúēis)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπολῦον (apolûon)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀπόλυε (apólue)
|
ἀπολύει, ἀπολύεσθαι, ἀπολύετε, ἀπολύετον, ἀπολύομεν, ἀπολύονται, ἀπολύουσιν, ἀπολύω
|
8
|
ἀρτεμισία (artemisía)
|
armoise, artemisa, artemisia, artemisia, artemisia, αρτεμισία, βότρυς, артемизинин
|
8
|
ἀρχιατρός (arkhiatrós)
|
archiater, archiatre, arkiater, arkkiatri, arquiatro, arts, arts, ārsts
|
8
|
ἁρμονικός (harmonikós)
|
armonico, armónico, harmonic, harmonika, harmonique, harmonisk, harmonisk, harmonnique
|
8
|
ἄβατον (ábaton)
|
Abaton, abaton, abaton, abaton, abaton, abaton, абатон, ἄβατος
|
8
|
ἄσπρος (áspros)
|
asper, aspra, aspron, dayaper, dayaper, diaper, άσπρος, аспра
|
8
|
ἄτονος (átonos)
|
atono, atony, àton, átono, átono, άτονος, ατονία, атония
|
8
|
ἅρπαξ (hárpax)
|
Saproharpages, arpese, rapacious, άρπαγας, άρπαξ, ἁρπάζω, 𐍅𐌰𐌹𐌳𐌴𐌳𐌾𐌰, 𐍅𐌹𐌻𐍅𐌰
|
8
|
Ἀργοναύτης (Argonaútēs)
|
Argonaut, Argonauta, Argonauta, argonauta, argonaute, argonautti, არგონავტი, Ἄργος
|
8
|
ἐγκαίνια (enkaínia)
|
Encaenia, Hanukkah, dedication, encaenia, encaenia, ეკენია, ეკენია, 𐌹𐌽𐌽𐌹𐌿𐌾𐌹𐌸𐌰
|
8
|
ἐπίδεσθε (epídesthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδεσθον (epídesthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδετε (epídete)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδετον (epídeton)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδησθε (epídēsthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδησθον (epídēsthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδηται (epídētai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδητε (epídēte)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδητον (epídēton)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοι (epídoi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιεν (epídoien)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιμεν (epídoimen)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιμι (epídoimi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιντο (epídointo)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιο (epídoio)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοις (epídois)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοισθε (epídoisthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοισθον (epídoisthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιτε (epídoite)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιτο (epídoito)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδοιτον (epídoiton)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδω (epídō)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωμαι (epídōmai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωμεν (epídōmen)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωνται (epídōntai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωσι (epídōsi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδωσιν (epídōsin)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδῃ (epídēi)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπίδῃς (epídēis)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδεσθε (epeídesthe)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδεσθον (epeídesthon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδετο (epeídeto)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδοντο (epeídonto)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπείδου (epeídou)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπειδέσθην (epeidésthēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπειδόμεθα (epeidómetha)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπειδόμην (epeidómēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέσθαι (epidésthai)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέσθω (epidésthō)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέσθων (epidésthōn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέτω (epidétō)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδέτων (epidétōn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδεῖν (epideîn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδημία (epidēmía)
|
epidemia, epidemiológia, stay, επιδημία, епидемия, епідеміологія, епідемія, пандемия
|
8
|
ἐπιδοίμεθα (epidoímetha)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοίμην (epidoímēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοίσθην (epidoísthēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοίτην (epidoítēn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδομένη (epidoménē)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοῦ (epidoû)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδοῦσα (epidoûsa)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόμενον (epidómenon)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόμενος (epidómenos)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόν (epidón)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδόντων (epidóntōn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐπιδών (epidṓn)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
ἐρι- (eri-)
|
հերիք, ἀρι-, ἐρίγδουπος, ἐριβῶλαξ, ἐρικυδής, Ἐρίγυιος, Ἐριφύλη, Ἐριχθόνιος
|
8
|
ἔπιδε (épide)
|
ἐπείδετε, ἐπείδετον, ἐπείδομεν, ἐπειδέτην, ἐπεῖδε, ἐπεῖδεν, ἐπεῖδες, ἐφοράω
|
8
|
Ἐσθήρ (Esthḗr)
|
Ester, Ester, Ester, Estera, Esther, Esther, Esther, Эсфирь
|
8
|
Ἰσίδωρος (Isídōros)
|
Dorries, Isidore, Isidorus, Izydor, δῶρον, Сидор, Ἶσις, ⲓⲥⲓⲇⲱⲣⲟⲥ
|
8
|
ὀ (o)
|
Αἰολεύς, Δάν, Τάν, μάρτυρ, ξέννος, φήρ, ὄρανος, ᾿
|
8
|
ὑπερβάλλω (huperbállō)
|
exceed, excel, outdo, surpass, βάλλω, υπερβάλλω, ἀριστεύω, ὑπερβολή
|
8
|
ὠσμός (ōsmós)
|
osmo-, osmoosi, osmosis, osmotisk, osmotisk, osmoza, ósmosis, ὠθέω
|
8
|
ὠτίον (ōtíon)
|
Otariidae, ear/translations, otaria, otary, otion, αφτί, οὖς, ὠτικός
|
7
|
-έα (-éa)
|
-εύς, -ιά, κοκκυγέα, νεραντζιά, περσέα, συκέα, φιλυρέα
|
7
|
-εκτομία (-ektomía)
|
-ectomia, -ectomia, -ectomia, -ectomy, -ectomía, -ektomia, mastektomia
|
7
|
-ισμα (-isma)
|
-ism, -isms, -ismus, -izam, -ίζω, -изам, ἀγώνισμα
|
7
|
-μετρία (-metría)
|
-metría, geometri, geometria, geometriya, geometry, stœchiométrie, ģeometrija
|
7
|
-πώλης (-pṓlēs)
|
bibliopoly, papyropolist, pharmacopola, pharmacopole, pharmacopolist, seller, vendor
|
7
|
Αἰθιοπικός (Aithiopikós)
|
Ethiopian, etiopico, etiòpic, etiópico, etiópico, Αἰθίοψ, Αἰθιοπία
|
7
|
Γεννάδιος (Gennádios)
|
Gennadio, Ghenadie, Генадзь, Генадзій, Геннадий, Геннадій, ⲅⲉⲛⲛⲁⲇⲓⲟⲥ
|
7
|
Δευτερονόμιον (Deuteronómion)
|
Deotranaimí, Deuteronomium, Deuteronomium, Deuteronomy, Δευτερονόμιο, δεύτερος, Ἐπινομίς
|
7
|
Δεῖμος (Deîmos)
|
Deimos, Deimos, Deimos, Deimos, Deimos, Dejmos, δειμός
|
7
|
Εὐήμερος (Euḗmeros)
|
Euhemeros, Euhemerus, euhemerism, euhemerist, euhemeristic, euhemerization, euhemerize
|
7
|
Μονεμβασία (Monembasía)
|
malmesye, malmsey, malvasia, malvasia, malvesey, malvesye, malvoisie
|
7
|
Παρθένιος (Parthénios)
|
Bartın, Bartın, Parcova, Parfeni, Parthenius, Parthenius, بارطین
|
7
|
Σαλομών (Salomṓn)
|
Salomon, Salomon, Salomon, Salomão, Σολομών, שלמה, 撒羅滿
|
7
|
Σπάρτα (Spárta)
|
Sparta, Sparta, Sparta, Sparta, Sparto, Σπάρτη, Спарта
|
7
|
Συρικόν (Surikón)
|
zirkoon, Συρικός, ζιρκόνιο, σάνδυξ, σόργο, إسرنج, زرقون
|
7
|
Φεβρουάριος (Phebrouários)
|
Februarius, februarius, Φεβρουάριος, Φλεβάρης, февраль, փեբրուարիոս, ⲫⲉⲃⲣⲟⲩⲁⲣⲓⲟⲥ
|
7
|
αἱματίτης (haimatítēs)
|
ematite, haematite, haematites, hematiet, hematiitti, hematite, hæmatite
|
7
|
αὐτοκρατία (autokratía)
|
autocracy, autocratie, autocratie, autokracja, autokrasi, автократія, ავტოკრატია
|
7
|
βάκτρον (báktron)
|
Bakteriologie, bactritid, baculum, baktérium, peg, βακτηρία, կալ
|
7
|
βαθμός (bathmós)
|
bathmism, bathmophobia, degree, phase, step, βαθμός, 𐌲𐍂𐌹𐌸𐍃
|
7
|
βαστάζειν (bastázein)
|
abastar, baston, bastone, bastuni, batman, vastuni, βαστάζω
|
7
|
βοτανικός (botanikós)
|
botanic, botanika, botanique, botánico, βοτάνη, βοτανική, βοτανικός
|
7
|
γάνυμαι (gánumai)
|
Ganymede, gaudeo, Γανυμήδης, γάνος, γαίω, γαῦρος, γηθέω
|
7
|
γαλια (galia)
|
galai, galea, galera, galera, galera, galera, galé
|
7
|
γαλῆ (galê)
|
Dasogale, ferret, galeanthropy, galeophobia, weasel, γαλέη, մկնաքիս
|
7
|
γεωγράφος (geōgráphos)
|
-graphus, -γράφος, geographer, geographus, geógrafo, γεωγραφία, γεωγραφία
|
7
|
γλαύκωμα (glaúkōma)
|
cataract, glaucoma, glaucoma, glaucome, glaukooma, γλαυκός, глаукома
|
7
|
γνωστός (gnōstós)
|
Gnostic, gnostic, gnostika, known, znots, γιγνώσκω, γνωστός
|
7
|
γοητεία (goēteía)
|
goetia, goety, goècia, sorcery, witchcraft, γοητεία, γοητεύω
|
7
|
γούνα (goúna)
|
gonèla, goune, gown, gowne, gunna, gunë, гуна
|
7
|
γυρός (gurós)
|
γυρῖνος, γύρος, γῦρος, կոր, կուր, կրուկն, ἀνάγυρος
|
7
|
δίγαμμα (dígamma)
|
digamma, digamo, Ϝ, Ϝ, ϝ, ϝ, ϝαῦ
|
7
|
δενδρίτης (dendrítēs)
|
dendriitti, dendrite, dendrite, dendritic, дендрит, дендрит, дендрит
|
7
|
δημοτικός (dēmotikós)
|
demotic, demotico, demotik, demotist, démotique, δημοτική, δημοτικός
|
7
|
διαδέχομαι (diadékhomai)
|
succeed, διάδοχος, διάδοχος, διαδέχομαι, διαδοχή, διαδοχικός, διεδέχθην
|
7
|
διδακτός (didaktós)
|
didact, didacte, didactic, didaktik, didaktiko, φυσικός, дидакт
|
7
|
δρομὰς κάμηλος (dromàs kámēlos)
|
dromadaire, dromadaire, dromader, dromedar, dromedar, dromedaris, dromedarius
|
7
|
δῖνος (dînos)
|
Dinobryon, Dinoflagellata, dinic, dino-, dinophycean, dinophyte, scotodinia
|
7
|
εὐθηνός (euthēnós)
|
cheap, ieftin, jeftin, φτηνός, евтин, евтин, јефтин
|
7
|
εὐφωνία (euphōnía)
|
eufonia, eufonie, eufonía, euphonie, euphonious, euphony, κακοφωνία
|
7
|
θλάω (thláō)
|
Thlaspi, dlùth, dlúth, διαθλώ, θλάσμα, θλάσπις, θλίβω
|
7
|
κάκκαβος (kákkabos)
|
Chachele, Kachel, cacabus, kahelo, kakkel, κάναβος, κόλλαβος
|
7
|
κακο- (kako-)
|
κακοδαίμων, κακομάζαλος, κακομήχανος, κακοστόμαχος, κακοῦργος, κακόμοιρος, κακόχυλος
|
7
|
καπάνη (kapánē)
|
campana, campana, campanile, յոպնակ, قبان, ἀπήνη, ἀρκάνη
|
7
|
κατάληψις (katálēpsis)
|
acatalessia, catalepsy, catalessi, comprehension, katalepsia, procatalepsis, καταλαμβάνω
|
7
|
καταγράφω (katagráphō)
|
γράφω, κατέγραψα, καταγράφομαι, καταγράφομεν, καταγράφω, καταγραφή, καταγραφείς
|
7
|
κατηχούμενος (katēkhoúmenos)
|
catechumeen, catechumen, catechumenus, catecúmeno, katechumen, katekumen, κατηχέω
|
7
|
κοιλιακός (koiliakós)
|
celiac, celiaco, celiakia, celiakia, coeliac, coeliacus, cœliaque
|
7
|
κοιτίς (koitís)
|
κοίτη, κοιτίδα, κοιτίδα, κοιτίδας, κοιτίδες, κοιτίδος, κοιτίδων
|
7
|
κομμέρκιον (kommérkion)
|
gömrük, gümrük, đumruk, جمرك, جمرك, كمرك, گمرک
|
7
|
κρασίον (krasíon)
|
Crascì, crascì, crasì, craxi, wine, κρασί, красы
|
7
|
κυριακός (kuriakós)
|
church, kirke, sios, Κυριακή, κυριακή, κυριακόν, κύριος
|
7
|
κόρης (kórēs)
|
κορῶν, κόραι, κόραιν, κόραις, κόρη, κόρην, κόρῃ
|
7
|
λαφύσσω (laphússō)
|
devour, gobble, gorge, gulp down, wolf down, λαμυρός, լափեմ
|
7
|
λόγιον (lógion)
|
Menologium, elogium, elohiyo, logion, rational, rationale, λόγιος
|
7
|
μαλακία (malakía)
|
malacia, malacia, malacia, osteomalacja, softness, μαλακία, רככת
|
7
|
μετάθεσις (metáthesis)
|
metatese, metateza, metathesis, metátese, metátesis, métathèse, θέσις
|
7
|
μικκός (mikkós)
|
mic, mic, mica, nicu, njic, small, μικρός
|
7
|
μονόχρωμος (monókhrōmos)
|
monochrome, monochrome, monocrom, monocromo, monocromo, monocromo, монохромний
|
7
|
μυθολογέω (muthologéō)
|
mifologiýa, mitolojiya, mythologie, mythology, μυθολογία, μῦθος, баснословный
|
7
|
μυθολόγος (muthológos)
|
-λογία, mifologiýa, mitologo, mitolojiya, mythologie, mythology, μυθολογία
|
7
|
νήφω (nḗphō)
|
-άλιος, nephalism, nephalist, ανανήφω, νηφάλιος, νῆψις, նօթի
|
7
|
νεο- (neo-)
|
Neornithes, neo-, neo-, neo-, neo-, neo-, неодим
|
7
|
ξαίνω (xaínō)
|
saucius, sentis, sentus, ξάνιον, ξαίνω, ξύω, սանտր
|
7
|
παρά- (pará-)
|
para-, paragnost, paralian, αναπαριστάνω, αναπαριστώ, παράθυρο, παραλία
|
7
|
παράλιος (parálios)
|
coast, paralian, paralio, paralious, paralius, seashore, ἅλς
|
7
|
παραγράφω (paragráphō)
|
γράφω, παρέγραψα, παραγράφομαι, παραγράφω, παρεγράφη, παρεγράφην, παρεγράφησαν
|
7
|
περιγράφω (perigráphō)
|
outline, γράφω, περιέγραψα, περιγράφομαι, περιγράφομεν, περιγράφω, περιγραφή
|
7
|
περιφραστικός (periphrastikós)
|
perifrastinen, perifrastisch, perifrástico, perifrástico, periphrastic, périphrastique, περίφρασις
|
7
|
πλάνος (plános)
|
aeroplane, aeroplano, aeroplanum, aéroplane, misleading, planus, πλανάω
|
7
|
πλέως (pléōs)
|
fler, full, full, plenus, πίμπλημι, پورا, पूरा
|
7
|
πολύγαμος (polúgamos)
|
poligamia, poligámia, polygamia, polygamus, polygamy, polígamo, πολυγαμία
|
7
|
πρωτεῖος (prōteîos)
|
Protein, proteic, protein, protein, proteina, proteino, פּראָטעיִן
|
7
|
πρόστυλος (próstulos)
|
amphiprostyle, anfipróstilo, anfipróstilo, prostyl, prostyle, prostylos, στῦλος
|
7
|
σάνδανον (sándanon)
|
sandal, sandal, sandalum, sanders, saundres, σάνταλον, صندل
|
7
|
σοφιστικός (sophistikós)
|
sofistyka, sophistic, sophisticate, sophistique, σοφίζω, σοφιστής, σοφός
|
7
|
σπείρα (speíra)
|
leptospira, spiraal, spiral, spirea, spirála, spirális, σπεῖρα
|
7
|
σπονδεῖος (spondeîos)
|
Spondeus, spondee, spondeus, σπένδω, σπονδή, σπονδείος, спондей
|
7
|
σποραδικός (sporadikós)
|
esporádico, sporadic, sporadisch, sporadisk, sporadisk, sporadyczny, спорадичний
|
7
|
στρώννυμι (strṓnnumi)
|
spread, στρωμνή, στρωτήρ, στρωτός, στρῶμα, στόρνυμι, простереть
|
7
|
συνεκδοχή (sunekdokhḗ)
|
Synekdoche, sinécdoque, synecdoche, synecdoche, synecdoque, synekdokee, синекдоха
|
7
|
σύνδρομος (súndromos)
|
siondróm, syndrom, syndrome, szindróma, síndrome, синдром, синдром
|
7
|
τίκτειν (tíktein)
|
techniek, technique, technique, tegniek, teknik, τίκτω, טעכניק
|
7
|
ταρκάσιον (tarkásion)
|
carcaj, carcán, carcás, carcás, carquois, turcasso, ترکش
|
7
|
τετράεδρον (tetráedron)
|
tetraedri, tetraedro, tetraedro, tetrahedron, tetraéder, tétraèdre, четырёхгранник
|
7
|
τράχωμα (trákhōma)
|
trachoma, trachoma, trakooma, traĥomo, τραχύς, трахома, تراخوما
|
7
|
τρίγωνος (trígōnos)
|
three-cornered, triangular, trigon, trigono, trigonus, γωνία, τρίγωνον
|
7
|
τρίζω (trízō)
|
squeak, strido, βρύκω, στρίξ, τρίγλη, τρίζω, стрекотать
|
7
|
τριβάς (tribás)
|
gay, lesbian, tribade, tribade, tribas, tríbade, τριβή
|
7
|
τρύω (trúō)
|
Xylotrya, trys, τρυτάνη, τρῦσις, травить, Ἀμφιτρύων, Ἀτρυτώνη
|
7
|
τσιγγάνος (tsingános)
|
cigány, sigoyni, tzigane, țigan, сиған, циган, цыган
|
7
|
φιλοσοφικός (philosophikós)
|
filosofiku, philosophicus, σοφός, φιλοσοφία, φιλοσοφικά, φιλοσοφική, φιλόσοφος
|
7
|
φυσιογνωμονία (phusiognōmonía)
|
fisionomia, fisionomia, fisonomia, fizjonomia, fysiognomie, physiognomonie, physiognomy
|
7
|
ψευδομάρτυς (pseudomártus)
|
false witness, μάρτυς, ψευδομάρτυρα, ψευδομάρτυρας, ψευδομάρτυρες, ψευδομάρτυρος, ψευδομαρτύρων
|
7
|
ψηφίον (psēphíon)
|
ψηφία, ψηφίο, ψηφίου, ψηφίων, ψηφιακός, ψῆφος, псифо
|
7
|
ἀγρία (agría)
|
cenoura, sanahorya, sanoria, stavesacre, zanahoria, سفنارية, ἄγριος
|
7
|
ἀθετέω (athetéō)
|
athetesis, invalidate, nullify, reject, renege, void, αθετώ
|
7
|
ἀκηδία (akēdía)
|
acedia, acedia, acedia, acedior, apathy, exhaustion, weariness
|
7
|
ἀλάβαστρον (alábastron)
|
alabaster, alabastron, alabastron, alabástrom, αλάβαστρο, ἀλάβαστρος, 𐌰𐌻𐌰𐌱𐌰𐌻𐍃𐍄𐍂𐌰𐌿𐌽
|
7
|
ἀμφιπρόστυλος (amphipróstulos)
|
amfiprostylos, amphiprostyle, amphiprostylos, anfiprostilo, anfipróstilo, anfipróstilo, αμφιπρόστυλος
|
7
|
ἀνάλημμα (análēmma)
|
analema, analema, analemma, analemma, analemma, λῆμμα, ἀναλαμβάνω
|
7
|
ἀναδίπλωσις (anadíplōsis)
|
anadiplose, anadiplosi, anadiplosis, anadiplosis, anadiploza, anadiploza, анадиплоза
|
7
|
ἀνατέμνω (anatémnō)
|
anatomia, anatomija, anatomía, cut up, ανατέμνω, τέμνω, ἀνατομή
|
7
|
ἀνταγωνίζεσθαι (antagōnízesthai)
|
antagonis, antagonism, antagonist, antagonista, antagonista, antagonista, antagonista
|
7
|
ἀντιστροφή (antistrophḗ)
|
antistrofa, antistrofe, antistrophe, antistrophe, antistrophe, antístrofe, στροφή
|
7
|
ἀντωνυμία (antōnumía)
|
pronom, pronomen, pronomen, pronoun, αντωνυμία, ἀντονομασία, ὄνομα
|
7
|
ἀποδεικνύω (apodeiknúō)
|
αναπόδεικτος, αποδεικνύω, ἀπέδειξα, ἀπέδειξε, ἀπέδειξεν, ἀπεδείχθην, ἀποδείκνυμι
|
7
|
ἀποτίθημι (apotíthēmi)
|
store, stow away, τίθημι, аптека, բաց, ἀποθήκη, ἀποθετικός
|
7
|
ἀπόζεμα (apózema)
|
apozem, apozema, apozema, bozzima, decoction, extract, pócima
|
7
|
ἄθετος (áthetos)
|
atetoza, athetesis, athetize, athetosis, αθετώ, θετός, τίθημι
|
7
|
ἄσημος (ásēmos)
|
unremarkable, ασήμι, сым, סאמא, سیم, ἄσημον, 𐎿𐎡𐎹𐎶𐎶
|
7
|
Ἀρβανίτης (Arbanítēs)
|
Arnavut, Arvanite, Arvanitika, arnaut, арнауҭ, арнауҭ, ארנאאוט
|
7
|
Ἁγνή (Hagnḗ)
|
Agnes, Agnes, Agnieszka, Anê, Aune, Inés, ἁγνός
|
7
|
Ἄλεξις (Álexis)
|
Aleixo, Alexis, Alexis, Alexius, Alexius, Lesh, ἀλέξω
|
7
|
ἐ- (e-)
|
εκείνος, λίσσομαι, ξε-, अ-, ἐκεῖνος, ἐσχάρα, ἕπομαι
|
7
|
ἐκδίδωμι (ekdídōmi)
|
Anekdote, anecdote, anecdotum, give up, δίδωμι, אַנעקדאָט, ἔκδοσις
|
7
|
ἐκτρέπω (ektrépō)
|
εκτρέπω, τρέπω, ἐκτρέπομαι, ἐκτρέπομεν, ἐκτρόπιον, ἐξέτρεψα, ἐξετράπην
|
7
|
ἐμφατικός (emphatikós)
|
emfaattinen, emphatic, emphatique, emphatisch, enfatico, enfático, enfático
|
7
|
ἐξηγητής (exēgētḗs)
|
Exeget, eksegeetti, exegeet, exeget, exegete, exégeta, ἐξηγέομαι
|
7
|
ἐπιδείκνυμι (epideíknumi)
|
display, epideictic, epidicticus, exhibit, δείκνυμι, φαίνω, ἐπίδειξις
|
7
|
ἐπισυνάπτω (episunáptō)
|
επισυνάπτω, ἐπισυνάπτομαι, ἐπισυνάπτομεν, ἐπισυνήφθη, ἐπισυνήφθην, ἐπισυνήφθησαν, ἐπισυνῆψα
|
7
|
ἐργαστήριον (ergastḗrion)
|
ergastolo, ergastulum, factory, manufactory, workshop, ἐργάζομαι, ἔργον
|
7
|
ἑτεροδοξία (heterodoxía)
|
eterodossia, heterodoksia, heterodoksja, heterodoxia, heterodoxy, hétérodoxie, ἑτερόδοξος
|
7
|
ἤρεμος (ḗremos)
|
eremus, ermu, ermu, heremus, quiet, silent, ήρεμος
|
7
|
ἰσχιάς (iskhiás)
|
Ischias, ischias, ischias, isjias, isjias, iskias, sciatica
|
7
|
ἰσχιαδικός (iskhiadikós)
|
ciático, ciático, ischiadicus, ischiatico, sciatic, sciatica, sciatico
|
7
|
Ἰάφεθ (Iápheth)
|
Iaphet, Iaphetus, Jafeth, Japhet, Japhet, Japheth, Афетъ
|
7
|
ὀξύθυμος (oxúthumos)
|
choleric, hot-tempered, hotheaded, irascible, quick-tempered, short-tempered, οξύθυμος
|
7
|
ὁρμῶν (hormôn)
|
hormona, hormona, hormona, hormona, гормон, ὁρμάω, ὁρμή
|
7
|
Ὀκτώβριος (Oktṓbrios)
|
october, octombrie, Οκτώβρης, Οκτώβριος, октябрь, հոկտեմբեր, ⲟⲕⲧⲱⲃⲣⲓⲟⲥ
|
7
|
Ὄρκος (Órkos)
|
ogr, ogre, ogro, orco, orco, orco, ork
|
7
|
ὑπερέχω (huperékhō)
|
excel, project, surpass, υπέροχος, υπεροχή, ἀριστεύω, ἔχω
|
7
|
ὡροσκόπος (hōroskópos)
|
horoscope, horoskop, horoskopas, horoszkóp, horóscopo, βάσις, ὡροσκοπεῖον
|
6
|
-ίνη (-ínē)
|
-ίων, -ινος, -ώνη, -ῖνος, Αἰκατερίνη, مرينة
|
6
|
-ιά (-iá)
|
anhypostasia, σκοπιά, σπογγιά, τρασιά, τροχιά, ἐσχατιά
|
6
|
Αἰγυπτιακός (Aiguptiakós)
|
Aegyptiacus, Egyptiac, aegyptiacus, egiziaco, Αἰγύπτιος, ⲁⲓⲅⲩⲡⲧⲓⲁⲕⲟⲛ
|
6
|
Βελλεροφῶν (Bellerophôn)
|
Bellerofonte, Bellerophon, Bellerophon, Bellerophon, Bellerophontes, Βελλεροφόντης
|
6
|
Γαγάτης (Gagátēs)
|
gagat, get, giaj, git, jais, jet
|
6
|
Δεκέμβριος (Dekémbrios)
|
december, Δεκέμβρης, Δεκέμβριος, декабрь, декѧбрь, ⲇⲉⲕⲉⲙⲃⲣⲓⲟⲥ
|
6
|
Εὔξεινος Πόντος (Eúxeinos Póntos)
|
Black Sea, Euxine, Euxine Sea, Pontus Euxinus, euxinic, Εύξεινος Πόντος
|
6
|
Κύριος (Kúrios)
|
Kyrie, Kyrie eleison, kyrie, Κύριε ελέησον, κύριος, κύριος
|
6
|
Λέανδρος (Léandros)
|
Leander, Leander, Leandro, Leandrosz, λέων, ἀνήρ
|
6
|
Λιγυστικός (Ligustikós)
|
ligustico, ligusticum, lovage, lubczyk, Λίγυς, Λιγυστική
|
6
|
Μολοσσούς (Molossoús)
|
Μολοσσοί, Μολοσσοῖν, Μολοσσοῖς, Μολοσσός, Μολοσσώ, Μολοσσῶν
|
6
|
Παιών (Paiṓn)
|
paeonia, peon, peon, peony, pion, pion
|
6
|
Σάββας (Sábbas)
|
Sava, Savin, Savić, Săucești, Сава, Сава
|
6
|
Σέραπις (Sérapis)
|
Serapis, Sérapis, Σάραπις, σεραπιάς, ⲥⲁⲣⲁⲡⲁⲙⲱⲛ, ⲥⲉⲣⲁⲡⲓⲥ
|
6
|
Σπανία (Spanía)
|
Hispania, Spain, ϯⲥⲡⲁⲛⲓⲁ, სპანიაჲ, Ἱσπανία, ⲧⲉⲥⲡⲁⲛⲓⲁ
|
6
|
Τραπεζοῦντα (Trapezoûnta)
|
Trabzon, Trapezund, Trebizond, Τραπεζοῦς, طرابزون, طربزون
|
6
|
αἰσθητής (aisthētḗs)
|
aesthesio-, aesthete, esteetti, estheet, esthète, αισθητής
|
6
|
αὐξάνειν (auxánein)
|
auxanogram, auxanography, auxesis, auxin, auxosporulation, αὐξάνω
|
6
|
αὐτόγραφον (autógraphon)
|
autograf, autograph, autographe, aŭtografio, aŭtografo, αυτόγραφο
|
6
|
βαμβάκιον (bambákion)
|
bambagia, bambakion, bonbaxo, pmbk', βάμβαξ, βαμβάκι
|
6
|
βαύκαλις (baúkalis)
|
boccale, bokály, buqar, pokal, pokal, μπουκάλι
|
6
|
βδελυκτός (bdeluktós)
|
abominable, disgusting, loathsome, repulsive, βδέλυγμα, βδελυρός
|
6
|
βιαστής (biastḗs)
|
-τής, biastophile, biastophilia, biastophiliac, biastophilic, βιαστής
|
6
|
βῶξ (bôx)
|
boga, boga, boga, boga, bogue, box
|
6
|
γαζοφυλάκιον (gazophulákion)
|
gazofilacio, gazophylacium, gazpacho, γαζοφύλαξ, газофилакиꙗ, 𐌲𐌰𐌶𐌰𐌿𐍆𐍅𐌻𐌰𐌺𐌹𐍉
|
6
|
γομφίος (gomphíos)
|
agomphious, comb, gomphiasis, molar, zobs, γόμφος
|
6
|
γραφεῖον (grapheîon)
|
grafio, graphium, gryf, gërfej, γραφείο, γραφιοθήκη
|
6
|
γόγγρος (góngros)
|
conger, conger, congro, grongo, زنگ, জাম
|
6
|
δέκτης (déktēs)
|
Carpodectes, Melidectes, melidectes, pandect, δέκτης, δέχομαι
|
6
|
δίοδος (díodos)
|
dioda, diode, diodo, диод, фотодиод, ὁδός
|
6
|
δαιμονικός (daimonikós)
|
daemoniacus, daemonicus, demonic, demonisk, demonisk, δαιμονιακός
|
6
|
δεκάλογος (dekálogos)
|
Decalogue, Ten Commandments, decalogus, dekalog, dekalogi, dekalogo
|
6
|
δεσποτικός (despotikós)
|
despotic, despotický, despotyczny, δεσποτικός, δεσπότης, деспотичен
|
6
|
διαβολικός (diabolikós)
|
diabolic, diabolicus, diabolique, diabolisch, diabolsk, diabolsk
|
6
|
διαπασῶν (diapasôn)
|
diapason, diapason, diapasó, diapasón, dijapazon, диапазон
|
6
|
διοικέω (dioikéō)
|
deoise, diecezja, diocesi, διοίκησις, διοικητής, οἰκέω
|
6
|
δορυφόρος (doruphóros)
|
Doryfera, Doryphora, doryphora, doryphore, doryphore, κοντός
|
6
|
δυσπρόσιτος (dusprósitos)
|
disprosium, disprozijs, disprósio, dysprosium, dysprosiwm, диспрозий
|
6
|
εἰσπνέω (eispnéō)
|
breathe in, inhale, εισπνέω, εἰσέπνευσα, εἰσπνέομαι, πνέω
|
6
|
εὐωδία (euōdía)
|
perfume, ευωδιά, εὐώδης, μυρωδία, благоухание, անուշահոտութիւն
|
6
|
εὖγε (eûge)
|
euge, euge, eugepae, hurrah, well done, վաշ
|
6
|
θανάσιμος (thanásimos)
|
deadly, fatal, lethal, mortal, θάνατος, θνῄσκω
|
6
|
θωρακικός (thōrakikós)
|
thoracic, thoracique, torácico, torácico, torácico, θώραξ
|
6
|
κάθετος (káthetos)
|
cateto, cateto, cateto, cathetus, cathète, κάθετος
|
6
|
κάνδηλα (kándēla)
|
candi, kandil, kandil, قنديل, कंदील, ꦏꦤ꧀ꦝꦶꦭ꧀
|
6
|
κέλλα (kélla)
|
cella, chilie, sincelo, κελί, келья, ܩܠܝܬܐ
|
6
|
καλόγηρος (kalógēros)
|
Calogero, caloyer, caloyer, γῆρας, καλόγερος, калугеръ
|
6
|
καρχαρίας (karkharías)
|
Carcharhinus, Carcharodon, Carcharodon carcharias, carcharias, καρχαρίας, قرش
|
6
|
καρωτόν (karōtón)
|
Karotte, carota, carotta, carotte, carrot, καρώ
|
6
|
κατάπλασμα (katáplasma)
|
cataplasm, cataplasma, cataplasma, cataplasma, kataplasmo, poultice
|
6
|
κατεπάνω (katepánō)
|
capitaneus, capità, catapano, catepan, կատապան, ܩܛܐܒܢ
|
6
|
κελλάριν (kellárin)
|
cellarium, chiler, kiler, ćiler, ћилер, كلار
|
6
|
κελλάριον (kellárion)
|
cellarium, chiler, kiler, ćiler, ћилер, كلار
|
6
|
κλάδιον (kládion)
|
fillocladio, fusicladio, gliocladio, rizocladio, κλάδος, κλαδί
|
6
|
κλήμα (klḗma)
|
clematide, clematis, clematite, clématite, klematis, klematis
|
6
|
κλῆσις (klêsis)
|
call, calling, summons, καλέω, κλήση, ἐπίκλησις
|
6
|
κογχύλιον (konkhúlion)
|
cockle, conchiglia, conchylium, conquilla, sconciglio, κόγχος
|
6
|
κοσμοκράτωρ (kosmokrátōr)
|
cosmocrat, cosmocrator, cosmocrator, cosmocrator, cosmocratôr, kosmokraatti
|
6
|
κούπα (koúpa)
|
cuppa, ćup, ћуп, كوب, ܟܘܒܐ, ܟܘܒܐ
|
6
|
κρατία (kratía)
|
autocrat, autocrat, autocrate, autokraatti, aŭtokrato, δημοκρατέομαι
|
6
|
κυέω (kuéō)
|
κυρόω, κύαμος, κύημα, κύω, κῦρος, ἀλκυών
|
6
|
λάτρον (látron)
|
-λάτρης, idolatria, idolatria, idolatry, larceny, λάτρις
|
6
|
λιγυστικόν (ligustikón)
|
Liebstöckel, ligusticum, lubczyk, πανάκεια, любисток, любисток
|
6
|
λουκάνικα (loukánika)
|
lucanica, λουκάνικο, луканка, נקניק, نقانق, نکانک
|
6
|
μαγνῆτις (magnêtis)
|
magnes, magnet, magneto-, magnez, μαγνησία, مغناطيس
|
6
|
μακαρία (makaría)
|
macaroni, maccherone, makaron, makaroni, makaronioj, μακάριος
|
6
|
μανικός (manikós)
|
insane, maaninen, mad, manic, manik, μαίνομαι
|
6
|
μελετάω (meletáō)
|
meditare, meditate, practise, μελέτη, μελετάω, μελετώ
|
6
|
μετατρέπω (metatrépō)
|
μετέτρεψα, μετατρέπομαι, μετατρέπομεν, μετατρέπω, μετετράπην, τρέπω
|
6
|
μεταφράζω (metaphrázō)
|
interpret, translate, μετάφραση, μετάφρασις, μετέφρασα, φράζω
|
6
|
μισόγυνος (misógunos)
|
misogynistic, misógino, misógino, misóxino, μισογυνία, μισογύνης
|
6
|
μονογαμία (monogamía)
|
monogamia, monogamia, monogamy, monogámia, моногамия, моногамія
|
6
|
μυέω (muéō)
|
misteri, mistério, mystery, μυστήριον, μύστης, μύστις
|
6
|
μύσσομαι (mússomai)
|
emungo, meek, μυκτήρ, μυκτήρ, μύκης, μύξα
|
6
|
μᾶλον (mâlon)
|
apple, malus, mela, melum, μάλι, μῆλον
|
6
|
νήκτης (nḗktēs)
|
Chironectes, Kawanectes, Macronectes, Orthonectida, nectocalice, nectozoide
|
6
|
νευρο- (neuro-)
|
neuro-, neuro-, neuro-, neuro-, nevro-, nevro-
|
6
|
νοούμενον (nooúmenon)
|
Noumenon, noumeno, noumenon, numen, numinous, νοέω
|
6
|
νότιον (nótion)
|
squirting cucumber, Νότιον Τρίγωνον, βουβάλιον, σκορπίον, φέρομβρον, ἐλατήριον
|
6
|
ξέω (xéō)
|
anxius, saucius, ξέσις, ξεστός, ξύω, ἐΰξοος
|
6
|
οἴσω (oísō)
|
oesophagus, oesophagus, utor, οἰσοφάγος, οἶσος, φέρω
|
6
|
οὔριος (oúrios)
|
Urius, addled, prosperous, successful, Οὔριος, οὖρος
|
6
|
πένταθλον (péntathlon)
|
pentathlon, pentathlon, pentathlon, pentatlón, péntatlon, ペンタスロン
|
6
|
παραλληλόγραμμον (parallēlógrammon)
|
paralelogramo, paralelogramo, parallellogram, parallelogrammum, parallélogramme, παραλληλόγραμμος
|
6
|
παρηγορέω (parēgoréō)
|
comfort, console, paregoric, παρακαλέω, παρηγορώ, ἀγορεύω
|
6
|
πεντάγωνον (pentágōnon)
|
pentagon, pentagono, pentagonum, pentágono, pentágono, pentágono
|
6
|
πεντα- (penta-)
|
Penstemon, penta-, penta-, pentarchia, pentarchy, ὀκτα-
|
6
|
πεπτός (peptós)
|
cooked, peptíð, pitsa, πέσσω, пептид, пептид
|
6
|
περί- (perí-)
|
perihelion, perihelium, period, periodo, período, перигелий
|
6
|
περιήγησις (periḗgēsis)
|
description, gazetteer, periegesis, tour, περιήγηση, ἥγησις
|
6
|
περιπέτεια (peripéteia)
|
Peripetie, peripecia, peripeteia, perypetia, péripétie, περιπέτεια
|
6
|
περιπλέκω (periplékō)
|
περιεπλάκη, περιεπλάκην, περιεπλάκησαν, περιπλέκομαι, περιπλέκομεν, περιπλέκω
|
6
|
πλάτη (plátē)
|
omoplate, πλάτη, πλάτος, σπάθη, پیاده, ὠμοπλάτη
|
6
|
πορθέω (porthéō)
|
destroy, forfex, plunder, sack, σίνομαι, συλάω
|
6
|
προπίνω (propínō)
|
propinar, propine, propino, toast, πίνω, πρόπομα
|
6
|
προσκαλῶ (proskalô)
|
προσεκλήθη, προσεκλήθην, προσεκλήθησαν, προσκαλέω, προσκαλώ, προσκεκλημένος
|
6
|
πταίω (ptaíō)
|
stumble, trip, πτήσσω, πταίσμα, πταίω, φταίω
|
6
|
πύρωσις (púrōsis)
|
conflagration, inflammation, pirosi, pirosis, pyroosi, pyrosis
|
6
|
πῦον (pûon)
|
puter, putreo, pyo-, पूय, पूयति, पूय्
|
6
|
σήψ (sḗps)
|
sepia, seps, sepsi, sepsis, șopârlă, σήπω
|
6
|
σίκυς άγριος (síkus ágrios)
|
squirting cucumber, βουβάλιον, πευκέδανον, σκορπίον, φέρομβρον, ἐλατήριον
|
6
|
σκατοφάγος (skatophágos)
|
Scatophagus, scatophage, scatophage, scatophagous, shiteater, σκῶρ
|
6
|
σοφίζομαι (sophízomai)
|
sophist, σοφία, σοφίζω, σοφιστής, σοφιστεύω, σοφός
|
6
|
σπίγγος (spíngos)
|
finch, σπίζω, σπίνος, σπίνος, फिङ्गक, ফিঙা
|
6
|
στέρησις (stérēsis)
|
deprivation, στέρηση, στερέω, στερήσεις, στερήσεων, στερήσεως
|
6
|
στιχάριον (stikhárion)
|
sticario, sticharion, sticharion, stikari, στιχάριο, стихарь
|
6
|
συμβάλλω (sumbállō)
|
symbol, szimbólum, βάλλω, συμφέρω, συνάγω, σύμβολον
|
6
|
συντακτικός (suntaktikós)
|
sintactic, sintattico, sintáctico, syntactic, syntaktinen, τακτικός
|
6
|
σφόγγος (sphóngos)
|
fungus, σπόγγος, սունկն, סופגנייה, ספג, ספוג
|
6
|
σύζυγος (súzugos)
|
syzygie, δάμαρ, παράκοιτις, συζυγία, σύζυγος, ὄαρ
|
6
|
ταπήτιον (tapḗtion)
|
tapezieren, tapis, tapis, tapis, tapiz, τάπης
|
6
|
τελειότης (teleiótēs)
|
perfection, τελειοτήτων, τελειότητα, τελειότητα, τελειότητας, τελειότητες
|
6
|
τετραίνω (tetraínō)
|
bore, perforate, trema, τέρετρον, τορός, τρῆμα
|
6
|
τραγῳδός (tragōidós)
|
tragedian, tragedie, tragedo, tragoedus, τράγος, τραγῳδία
|
6
|
τροχαῖος (trokhaîos)
|
Trochäus, trochaeus, trochaic, trochee, trokee, troké
|
6
|
τυραννία (turannía)
|
tirani, tirannye, tyrania, tyrannie, tyranny, τύραννος
|
6
|
φαντός (phantós)
|
fancy, fantaisie, fantasy, fantasy, φαίνω, φαντάζω
|
6
|
φασκία (phaskía)
|
fascia, fisqija, φάσκιωμα, φασκιά, φασκιώνω, ܦܣܩܝܬܐ
|
6
|
φειδωλία (pheidōlía)
|
frugality, parsimony, stinginess, thrift, thriftiness, μικρολογία
|
6
|
φοῦρνος (phoûrnos)
|
forn, furnus, φουρνίν, փուռն, فرن, فرن
|
6
|
φυσαλλίς (phusallís)
|
Physalia, Physalis, physaliphorous, physalis, physalis, φῦσα
|
6
|
φύρω (phúrō)
|
lamprophyre, πορφύρα, συμφυρμός, φορύνω, φρέαρ, 𒁍𒊒𒌓
|
6
|
φῦμα (phûma)
|
bimë, growth, phyma, rhinophyma, φύω, ринофима
|
6
|
χερνίβιον (kherníbion)
|
chamber pot, οὐράνη, σκωραμίς, χέρνιψ, ἀμίς, ἐνουρήθρα
|
6
|
χλαμύδος (khlamúdos)
|
achlamydeous, aclamadach, dichlamydeous, heterochlamydeous, monochlamydeous, χλαμύς
|
6
|
χρονολογία (khronología)
|
-λογία, chronologia, cronología, cronoloxía, cronológico, cronológico
|
6
|
ψυκτικός (psuktikós)
|
ψυκτικά, ψυκτικέ, ψυκτική, ψυκτικοί, ψυκτικούς, ψύχω
|
6
|
ψωλός (psōlós)
|
ψάω, ψήχω, ψωλή, ψωμός, ψωρός, ψώρα
|
6
|
ψωρίασις (psōríasis)
|
psoriaasi, psoriasi, psoriasis, psoriasis, psoriasis, ψώρα
|
6
|
ψωχός (psōkhós)
|
ψάω, ψήχω, ψωλή, ψωμός, ψωρός, ψώρα
|
6
|
ψύχωσις (psúkhōsis)
|
psychosis, psykoosi, ψυχώσεις, ψυχώσεων, ψύχωση, психоз
|
6
|
ψῖ (psî)
|
psi, psi, psio, pszi, psí, ψεῖ
|
6
|
ἀβλαβής (ablabḗs)
|
unharmed, unhurt, άβλαπτος, άβλαφτος, αβλαβής, βλάβη
|
6
|
ἀγκύλη (ankúlē)
|
ancyla, αγκύλι, μεσάγκυλον, ճարմանդ, إنكلية, ἀγκύλος
|
6
|
ἀκριβῶς (akribôs)
|
exactly, precisely, ακριβώς, ἀκριβής, 𐌲𐌻𐌰𐌲𐌲𐍅𐌰𐌱𐌰, 𐌲𐌻𐌰𐌲𐌲𐍅𐍉
|
6
|
ἀλμενιχιακά (almenikhiaká)
|
Almanach, almanach, almanach, almanake, almanaque, almanaque
|
6
|
ἀναίσθητος (anaísthētos)
|
anesteetti, anesteettinen, anestetikum, anestetyk, anesthetic, numb
|
6
|
ἀνακρούω (anakroúō)
|
anacrusis, ανάκρουση, ανακρούω, κρούω, ἀνέκρουσα, ἀνακρούομαι
|
6
|
ἀνεύρυσμα (aneúrusma)
|
aneurisma, aneurisma, aneurysm, aneurysma, anewryzm, εὐρύνω
|
6
|
ἀνιόν (anión)
|
ainian, anion, anion, anion, anioni, anión
|
6
|
ἀντινομία (antinomía)
|
antinomia, antinomia, antinomia, antinomy, antinómia, antynomia
|
6
|
ἀποκαλυπτικός (apokaluptikós)
|
apacailipteach, apocalyptic, apocalyptique, apocalyptisch, apocalíptico, apokalyptinen
|
6
|
ἀποπλήσσειν (apoplḗssein)
|
Apoplexie, apaipléis, apoplejía, apoplexia, apoplexia, ἀποπλήσσω
|
6
|
ἀποσιώπησις (aposiṓpēsis)
|
aposiopesi, aposiopesis, aposiopèse, aposjopeza, apozjopeza, σιώπησις
|
6
|
ἀποτρόπαιος (apotrópaios)
|
apotropaic, apotropaico, apotropaiczny, apotropeiczny, τροπαῖος, ἀποτρέπω
|
6
|
ἀποφαίνω (apophaínō)
|
Apophänie, apophenia, αποφαίνομαι, απόφαση, φαίνω, ἀπόφασις
|
6
|
ἀρχέτυπος (arkhétupos)
|
archetype, archetypus, archétype, arquetip, arquetipo, архетип
|
6
|
ἀστερισμός (asterismós)
|
Asterismus, asterism, asterismi, asterismo, asteryzm, constellation
|
6
|
ἀσύμπτωτος (asúmptōtos)
|
asymptota, asymptote, asymptote, asímptota, asíntota, אסימפטוטה
|
6
|
ἀχάριστος (akháristos)
|
ungrateful, ungratefully, unthankful, αχάριστος, χάρις, ἀβέρβηλον
|
6
|
ἁλιεύω (halieúō)
|
-εύω, fish, αλιευτικό, αλιεύω, طالیان, ἁλιεύς
|
6
|
ἄκαμπτος (ákamptos)
|
inflexible, rigid, unbending, άκαμπτος, ακαμψία, κάμπτω
|
6
|
ἄφεσις (áphesis)
|
aphesis, exemption, forgiveness, release, remission, ἀφίημι
|
6
|
ἅδην (hádēn)
|
ատոք, असिन्व, सिन्व, ἁδινός, ἁδρός, ἅδος
|
6
|
Ἀθηναῖον (Athēnaîon)
|
Ateneum, ateneum, athenaeum, atheneum, athénée, Ἀθηναῖος
|
6
|
Ἀκαδήμεια (Akadḗmeia)
|
Akademeia, academia, academic, Ακαδημία, ἀκαδημικός, Ἀκαδημία
|
6
|
Ἀρσινόη (Arsinóē)
|
Arsinoe, Arsinoé, arsineum, jrsjrnꜣt, Ἀρσίνοος, ⲁⲣⲓⲥⲟⲛⲏ
|
6
|
Ἀτλαντικός (Atlantikós)
|
Atlantic, Atlantyk, atlanticus, атлантически, Ἀτλαντικόν, Ἄτλας
|
6
|
ἐγγόνη (engónē)
|
ingen, inghean, inneen, iníon, nighean, ᚔᚅᚔᚌᚓᚅᚐ
|
6
|
ἐκβαίνω (ekbaínō)
|
disembark, exit, go out, αβγατίζω, βαίνω, βγαίνω
|
6
|
ἐκκρούω (ekkroúō)
|
knock out, έκκροτος, εκκρούω, κρούω, ἐκκρούομαι, ἐξέκρουσα
|
6
|
ἐλάδιον (eládion)
|
alatiq, оладка, оладок, оладья, оладьꙗ, оладьꙗ
|
6
|
ἐλεγεῖον (elegeîon)
|
elogio, elogium, elogium, elohiyo, ἐλεγεία, ἔλεγος
|
6
|
ἐλλειπτικός (elleiptikós)
|
eliptický, elliptic, elliptical, elliptinen, el·líptic, elíptico
|
6
|
ἐμπνέω (empnéō)
|
εμπνέω, εμπνευσμένος, πνέω, ἐμπνέομαι, ἐνέπνευσα, ἐνεπνεύσθην
|
6
|
ἐντρέπω (entrépō)
|
εντροπή, ντρέπομαι, ντροπή, ντροπαλός, τρέπω, ἐντροπία
|
6
|
ἐξορκίζω (exorkízō)
|
egzorcyzm, exorcise, exorciseren, exorcism, exorcizar, ἐξορκιστής
|
6
|
ἐρύθημα (erúthēma)
|
Erythem, eritema, eritema, erytheem, erythema, erythematosus
|
6
|
ἑξάμιτος (hexámitos)
|
Samt, aksamit, aksamit, samit, аксамит, оксамит
|
6
|
ἑπτάγωνον (heptágōnon)
|
ettagono, heptagon, heptàgon, heptágono, heptágono, heptágono
|
6
|
ἔκδοτος (ékdotos)
|
Anekdote, anecdote, anecdotum, anekdot, anekdote, אַנעקדאָט
|
6
|
ἔκκεντρος (ékkentros)
|
eccentric, eccentros, ekssentrik, excentriek, excentriker, exzentrisch
|
6
|
ἔμβασις (émbasis)
|
malmsey, malvasia, malvasia, malvesey, malvoisie, βάσις
|
6
|
ἔμεσις (émesis)
|
emesis, emesis, hematemesis, vomit, êmese, ἐμέω
|
6
|
Ἑλληνισμός (Hellēnismós)
|
Hellenism, Latinitas, hellenism, hellenisme, hellénisme, ἑλληνίζω
|
6
|
ἱερατικός (hieratikós)
|
hieratic, hieràtic, hierático, hierático, ieratico, ἱερεύς
|
6
|
Ἰάϝων (Iáwōn)
|
wynn, יוון, Ἰάων, Ἴων, ⲟⲩⲁⲓⲛⲓⲛ, ⲟⲩⲉⲓⲛⲓⲛ
|
6
|
Ἰώβ (Iṓb)
|
Hiob, Hiob, Iob, Job, Job, Ιώβ
|
6
|
ὀρθογώνιος (orthogṓnios)
|
orthogonius, ortogonal, ortogonal, rectangular, right-angled, ορθογώνιος
|
6
|
ὀρχοῦμαι (orkhoûmai)
|
orchestre, orkes, orkes, orkest, orkestra, ὀρχέομαι
|
6
|
ὀστρακίζω (ostrakízō)
|
ostraciser, ostracism, ostracize, ostracizzare, ὀστρακισμός, ὄστρακον
|
6
|
ὁλκάς (holkás)
|
cargo ship, holcad, holk, hulk, ἕλκω, ὁλκός
|
6
|
ὑγιεινός (hugieinós)
|
gigiyena, hygiene, hygiène, υγιεινός, гигиена, ὑγιής
|
6
|
ὑποκορίζομαι (hupokorízomai)
|
hipocorístic, hipocorístico, hypocorism, hypocoristic, ὑποκοριστικός, ὑποκόρισμα
|
6
|
ὑπονοέω (huponoéō)
|
conjecture, guess, suppose, suspect, νοέω, ὑπονοητικός
|
6
|
ὕπαιθρος (húpaithros)
|
countryside, hupaithric, hypaethral, hypaethrus, ipetro, open-air
|
6
|
ῥαντίζω (rhantízō)
|
rantistirion, sprinkle, πάσσω, παλύνω, ῥάντισμα, ῥαίνω
|
6
|
ῥευματισμός (rheumatismós)
|
Rheumatismus, reuma, reumatism, rheumatism, ревматизм, ῥεῦμα
|
6
|
ῥῆον βάρβαρον (rhêon bárbaron)
|
Re̩barbe̩r, reubarbarum, rhabarbarum, rhubarb, rubarbe, ruibarbo
|
5
|
-ίνα (-ína)
|
-ίνα, -ῖνος, hemina, hemina, hemina
|
5
|
-γραμμα (-gramma)
|
-gram, -gram, -grammi, histogram, ιστόγραμμα
|
5
|
-ερός (-erós)
|
βλαβερός, δνοφερός, δολερός, δροσερός, θολερός
|
5
|
-λογος (-logos)
|
archaeologue, archéologue, πολύλογος, ἀπόλογος, ἐτυμόλογος
|
5
|
-μορφος (-morphos)
|
-morfo, -morfo, morfo-, morfo-, morfo-
|
5
|
-οειδής (-oeidḗs)
|
-oid, -oid, -oide, -oide, -oide
|
5
|
-οψία (-opsía)
|
-opsia, -opsia, achromatopsia, achromatopsy, biopsia
|
5
|
-οῦ (-oû)
|
-έω, -όω, ουδαμού, πανταχού, παντού
|
5
|
-ποίησις (-poíēsis)
|
-ποίηση, -ποιήσεις, -ποιήσεων, -ποιήσεως, ερρινοποίηση
|
5
|
-τρια (-tria)
|
-τρα, γεννήτρια, πανδοκεύτρια, Ἐρέτρια, ῥάκτρια
|
5
|
-τῶν (-tôn)
|
-τή, -τής, -της, -τόν, -τός
|
5
|
-φορος (-phoros)
|
cephalophore, chaetophorous, céphalophore, gynæcophore, semafor
|
5
|
-ῶσι (-ôsi)
|
-άω, -έω, -όω, -ών, -ῶν
|
5
|
-ῶσιν (-ôsin)
|
-άω, -έω, -όω, -ών, -ῶν
|
5
|
Βακτριανή (Baktrianḗ)
|
Bactria, Baktria, Baktria, baktrian, Βακτριανός
|
5
|
Γοτθικός (Gotthikós)
|
Gothic, goth, gothicus, gotyk, Γότθος
|
5
|
Εἰρηναῖος (Eirēnaîos)
|
Irenaean, Irenaeus, Ireneusz, Irenæus, εἰρηναῖος
|
5
|
Εὔφορβος (Eúphorbos)
|
Euforbo, Euphorbium, Euphorbus, euphorbium, φορβή
|
5
|
Θέκλα (Thékla)
|
Фёкла, Фёкла, თეკლა, ⲑⲉⲕⲗⲁ, ⲑⲉⲕⲗⲏ
|
5
|
Θούλη (Thoúlē)
|
Thule, Thule, Tule, tūlijs, ultima Thule
|
5
|
Καρυάτιδες (Karuátides)
|
Karyatide, caryatid, kariatide, kariatyda, каріатида
|
5
|
Κορσική (Korsikḗ)
|
Corsaic, Corse, Corsica, Corsica, Corsica
|
5
|
Κοσμᾶς (Kosmâs)
|
Cosimo, Cosma, Cosmas, Cosminele, Kosma
|
5
|
Κύριε (Kúrie)
|
Kyrie, kyrie, kyrie, kyrie eleison, kyrie eleison
|
5
|
Λάγος (Lágos)
|
Lagid, Lagide, Lagos, Lagus, lagide
|
5
|
Λαοκόων (Laokóōn)
|
Laocoon, Laocoonte, Laocoön, κοέω, ラーオコオーン
|
5
|
Ματθίας (Matthías)
|
Maciej, Matias, Matthias, Matthijs, Mattias
|
5
|
Μεγαρικός (Megarikós)
|
Megaric, mégarique, Μέγαρα, Μεγαρίς, Μεγαρεύς
|
5
|
Μηνᾶς (Mēnâs)
|
Mina, mnw, Մինաս, ⲙⲏⲛ, ⲙⲏⲛⲁ
|
5
|
Παρθενόπη (Parthenópē)
|
Parthenope, Parténope, partenopeo, Παρθενοπαῖος, παρθένος
|
5
|
Πελάγιος (Pelágios)
|
Paio, Pelagio, Pelagius, Pelayo, Պելագիոս
|
5
|
Ποικίλη Στοά (Poikílē Stoá)
|
stoic, stoicus, stoik, stoik, ποικίλος
|
5
|
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Práxeis tôn Apostólōn)
|
Acts of the Apostles, Πράξεις, Πράξεις των Αποστόλων, أعمال الرسل, ܣܘܥܪܢܐ ܕܫܠܝܚܐ
|
5
|
Σαλωμών (Salōmṓn)
|
Salomon, Salomon, Σολομών, שלמה, 撒羅滿
|
5
|
Σικελικός (Sikelikós)
|
Sicilian, Σικελία, Σικελιώτης, Σικελός, سلق
|
5
|
Σκυθικός (Skuthikós)
|
Scythian, Σκυθία, Σκυθική, Σκύθαινα, Σκύθης
|
5
|
Στράβων (Strábōn)
|
-ων, Strabo, Strabo, Strabone, Ստրաբոն
|
5
|
Στύγιος (Stúgios)
|
Stygius, stygian, stygiophobia, stygius, Στύξ
|
5
|
Τοβίας (Tobías)
|
Tobia, Tobias, Tobias, Tobias, טוביה
|
5
|
Φώκιος (Phṓkios)
|
Φωκίς, Φωκαιεύς, Φωκεύς, Φώκαια, Φῶκος
|
5
|
αἰνετός (ainetós)
|
Κλεαίνετος, αινετός, αἰνέω, Ἀρισταίνετος, Ἐξαίνετος
|
5
|
αἱμορραγής (haimorrhagḗs)
|
cerebral hemorrhage, hemorrhage, hemorrhagic stroke, hémorragie, ῥήγνυμι
|
5
|
αἱρετίζω (hairetízō)
|
haeretizo, herético, reteza, αἱρέω, αἵρεσις
|
5
|
αὐλαία (aulaía)
|
aulaeum, curtain, αυλαία, αὐλή, ῥομφαία
|
5
|
βάρις (báris)
|
bark, barka, barke, barko, bárka
|
5
|
βασανίζω (basanízō)
|
torment, torture, βασανίζω, ἀβασανίστως, ⲃⲁⲥⲁⲛⲓⲍⲉ
|
5
|
βλαστάνειν (blastánein)
|
blasta-, blasto-, blastúl, βλαστάνω, βλασταίνω
|
5
|
βουλιμία (boulimía)
|
bulimia, bulimia, bulimia nervosa, βούλιμος, булімія
|
5
|
βρε (bre)
|
bre, bre, бре, бре, бре
|
5
|
βρυωνία (bruōnía)
|
brione, brionia, brionie, bryonia, bryony
|
5
|
γογγυστής (gongustḗs)
|
-τής, complainer, grumbler, murmurer, mutterer
|
5
|
γρῦ (grû)
|
gry, oink, γουρούνι, γρυμέα, γρύξ
|
5
|
γρῦνον (grûnon)
|
squirting cucumber, βουβάλιον, σκορπίον, φέρομβρον, ἐλατήριον
|
5
|
γόμος (gómos)
|
cargo, freight, gemo, gumia, γάιδαρος
|
5
|
δάμαλις (dámalis)
|
Damaris, heifer, βοῦς, δαμάλης, δαμάλι
|
5
|
δάμαλος (dámalos)
|
dam, damh, damh, dem, δαμάλης
|
5
|
δίστιχον (dístikhon)
|
distich, distichon, distique, dwuwiersz, dystych
|
5
|
δελεάζω (deleázō)
|
bait, entice, lure, δέλεαρ, δελεάζω
|
5
|
δεύομαι (deúomai)
|
dua, tire, δεύτερος, δεύω, दोष
|
5
|
δημαγωγία (dēmagōgía)
|
demagogia, demagoxia, démagogie, δημαγωγός, демагогія
|
5
|
δημότης (dēmótēs)
|
demotic, démotique, δημοτικός, δημόσιος, δῆμος
|
5
|
διάβασις (diábasis)
|
diabaasi, diabase, diabase, βάσις, διαβαίνω
|
5
|
διάστημα (diástēma)
|
diastema, diastema, diastema, διάστημα, διαίρεσις
|
5
|
διαγνωστικός (diagnōstikós)
|
diagnosztika, γνωστικός, диагностика, диагностика, діагностика
|
5
|
διακόπτω (diakóptō)
|
διέκοψα, διακόπτομαι, διακόπτομεν, διακόπτω, διεκόπην
|
5
|
διαλογικός (dialogikós)
|
dialogic, dialogico, dialogique, dialógico, διαλογίζομαι
|
5
|
διφυής (diphuḗs)
|
diphy-, diphyes, diphygenic, diphyodont, dubius
|
5
|
δοκιμάζω (dokimázō)
|
approve, examine, sanction, δοκιμάζω, δοκιμασία
|
5
|
δούκα (doúka)
|
duca, duce, duka, dux, دوقه
|
5
|
δυστύχημα (dustúkhēma)
|
misfortune, δυστυχήματα, δυστυχήματος, δυστυχημάτων, τύχη
|
5
|
δύομαι (dúomai)
|
anadiomene, αναδύομαι, δύω, καταδύομαι, υποδύομαι
|
5
|
δύσφορος (dúsphoros)
|
disfòria, dysforie, dysphoria, dysphoriant, δυσφορία
|
5
|
εἴβω (eíbō)
|
seep, sijpelen, τρύγοιπος, հիւթ, ἀκριβής
|
5
|
εἷμαι (heîmai)
|
είμαι, ἕζομαι, ἕννυμι, ἵζω, ἵημι
|
5
|
εὐήθης (euḗthēs)
|
guileless, naive, simple, κακοήθης, ἦθος
|
5
|
εὐκίνητος (eukínētos)
|
agile, nimble, εὐκινησία, λαιψηρός, ὀτρηρός
|
5
|
εὐφροσύνη (euphrosúnē)
|
-σύνη, cheer, merriment, mirth, Ευφροσύνη
|
5
|
εὔδιος (eúdios)
|
eudiometer, eudiometro, eudiòmetre, eudiómetro, eudiómetro
|
5
|
εὔφωνος (eúphōnos)
|
eofón, eufonia, eufônio, euphonium, eŭfono
|
5
|
ζά (zá)
|
Zatheria, διά, ζάθεος, ζάκοτος, ζάπυρος
|
5
|
ζωμίλη (zōmílē)
|
ζωμός, κονίλη, μαρίλη, μυστίλη, χονδρίλη
|
5
|
θίξις (thíxis)
|
thixotropic, thixotropy, ticseatrópacht, tixotropia, θιγγάνω
|
5
|
θείος (theíos)
|
Panteon, Pantheon, panteon, panteão, panteón
|
5
|
θεολογικός (theologikós)
|
-λογία, teológico, teológico, theological, θεός
|
5
|
θεουργία (theourgía)
|
teurgia, teurgia, teurgia, theurgy, теургия
|
5
|
θερμαίνω (thermaínō)
|
heat, heat up, warm up, θερμαντήρ, 𐍅𐌰𐍂𐌼𐌾𐌰𐌽
|
5
|
θηλάζω (thēlázō)
|
breastfeed, nurse, suckle, telazia, θηλάζω
|
5
|
θράσσω (thrássō)
|
Thrace, Thracia, Θρᾷξ, ταράσσω, τραχύς
|
5
|
θρέομαι (thréomai)
|
θρόος, θρῆνος, κωκύω, ἀνθρηδών, ὀδύρομαι
|
5
|
θραύω (thraúō)
|
θραύστης, θραῦμα, θρυλίσσω, τραύξανα, χναύω
|
5
|
θυμιάω (thumiáō)
|
dumjš, θεῖον, θυμίαμα, θυμιατήριον, тимьян
|
5
|
κάστρον (kástron)
|
castrum, κάστρο, بالیكسر, قصر, ⲕⲁⲥⲧⲣⲟⲛ
|
5
|
καθίημι (kathíēmi)
|
-τήρ, catheter, cathéter, καθετήρ, ἵημι
|
5
|
καμίσιον (kamísion)
|
camisia, πουκάμισο, ܩܡܝܨܬܐ, ܩܡܣܬܐ, ܩܡܨܬ̤ܐ
|
5
|
καμπτήρ (kamptḗr)
|
campter, βαλβίς, κάμπτω, καμπή, νύσσα
|
5
|
κανδήλη (kandḗlē)
|
candela, kandilo, кандило, кандило, կանթեղ
|
5
|
κανθήλιος (kanthḗlios)
|
cantherius, κάνθαρος, κανθήλια, κανθύλη, قنطرة
|
5
|
κατάστασις (katástasis)
|
catasta, catasta, catastasis, καθίστημι, στάσις
|
5
|
καταγελάω (katageláō)
|
katagelasticism, laugh at, γελάω, καταγέλαστος, καταγελαστής
|
5
|
καταράσσω (katarássō)
|
cataract, cataracta, katarak, kōtrāāk, ῥάσσω
|
5
|
κατελύθητε (katelúthēte)
|
κατέρχομαι, καταλυθῆναι, καταλύσασθαι, καταλύω, καταλῦσαι
|
5
|
κατελύθητον (katelúthēton)
|
κατέρχομαι, καταλυθῆναι, καταλύσασθαι, καταλύω, καταλῦσαι
|
5
|
καυτήρ (kautḗr)
|
branding iron, cauter, cauterize, cauterizo, καίω
|
5
|
καυτήριον (kautḗrion)
|
cauterio, cauterio, cauterium, cauterizo, cautère
|
5
|
κελλίον (kellíon)
|
chilie, κελί, келья, قلاية, ܩܠܝܬܐ
|
5
|
κλεῖδα (kleîda)
|
κλείς, קלידא, إقليد, ܩܠܝܕܐ, ܩܠܝܕܐ
|
5
|
κοιμάομαι (koimáomai)
|
sleep, εὕδω, κνώσσω, κοιμάμαι, κοιμάω
|
5
|
κολάπτω (koláptō)
|
δρυοκολάπτης, δρυοκολάπτης, εκκολάπτω, κελεός, κόλαφος
|
5
|
κολλώδης (kollṓdēs)
|
collodion, kolodij, κολλώδης, κολλώδιο, колодій
|
5
|
κοντάριον (kontárion)
|
spear, κοντάρι, κονταριοθήκη, κοντός, ⲕⲟⲛⲧⲁⲣⲓⲟⲛ
|
5
|
κοπή (kopḗ)
|
diacope, diácope, pericope, κοπή, κοπίς
|
5
|
κορίζομαι (korízomai)
|
hipocorístic, hipocorístico, hypocorism, hypocoristic, κόρη
|
5
|
κοσμογραφία (kosmographía)
|
cosmagrafaíocht, cosmographia, cosmography, kozmografija, козмографија
|
5
|
κούκλα (koúkla)
|
kukła, кукла, кукла, кукла, 傀儡
|
5
|
κοῦπα (koûpa)
|
cuppa, κούπα, كوب, ܟܘܒܐ, ܟܘܒܐ
|
5
|
κράνος (krános)
|
cornus, helmet, κράνον, τρυφάλεια, черен
|
5
|
κραυγή (kraugḗ)
|
cry, shout, κράζω, κραυγή, 𐌷𐍂𐌿𐌺
|
5
|
κριτός (kritós)
|
hematocrito, Κριτόβουλος, κρίνω, ἄκριτος, Ὀνησίκριτος
|
5
|
κροτέω (krotéō)
|
applaud, clap, κροτώ, κρόταλον, κρότος
|
5
|
κρύσταλλον (krústallon)
|
κρύσταλλο, κρύσταλλος, кришталь, хрусталь, კურასტანი
|
5
|
κρώζω (krṓzō)
|
caw, crocio, kriokti, κράζω, κρωγμός
|
5
|
κυνοκέφαλον (kunoképhalon)
|
βουκράνιον, κρυστάλλιον, κυνοκέφαλος, κυνοκεφάλιον, ψύλλιον
|
5
|
κωμάζω (kōmázō)
|
carouse, comissor, party, revel, κῶμος
|
5
|
κόνταξ (kóntax)
|
κοντάκιον, құндақ, قنداق, قنداق, قونداق
|
5
|
κόττος (kóttos)
|
coto, κουτσουλιά, κουτός, κότα, κότταβος
|
5
|
κύησις (kúēsis)
|
cyesis, pregnancy, pseudocyesis, κύημα, κύηση
|
5
|
λάδανον (ládanon)
|
Laudanum, laudanum, ládanam, λήδανον, ладан
|
5
|
λαχών (lakhṓn)
|
lagum, λαγούμι, λαγχάνω, лагум, لغم
|
5
|
λεπιδωτός (lepidōtós)
|
lepidote, lepidotis, scaled, scaly, λεπίς
|
5
|
λογοθέτης (logothétēs)
|
logofăt, logoteta, logothete, θέτης, لغوفت
|
5
|
λυκανθρωπία (lukanthrōpía)
|
likantropia, lycanthropy, lykantropia, λυκάνθρωπος, λύκος
|
5
|
λυκοπάνθηρος (lukopánthēros)
|
bogavante, lavagante, llamàntol, λυκοπάνθηρ, λύκος
|
5
|
λυτρωτέως (lutrōtéōs)
|
λυτρωτέα, λυτρωτέος, λυτρωτέω, λυτρωτέᾳ, λυτρωτέῳ
|
5
|
λυτρωτεώτατος (lutrōteṓtatos)
|
λυτρωτέα, λυτρωτέος, λυτρωτέω, λυτρωτέᾳ, λυτρωτέῳ
|
5
|
λυτρωτεώτερος (lutrōteṓteros)
|
λυτρωτέα, λυτρωτέος, λυτρωτέω, λυτρωτέᾳ, λυτρωτέῳ
|
5
|
λῆθος (lêthos)
|
λήθη, λαθίφρων, λαθιφροσύνη, λανθάνω, ἀληθής
|
5
|
μαίομαι (maíomai)
|
mos, Εὔμαιος, Μοῦσα, μήλη, μαστροπός
|
5
|
μαιευτικός (maieutikós)
|
maieutic, maieutica, maieutico, maieutics, mayéutico
|
5
|
μακεδονήσιον (makedonḗsion)
|
majdanoz, maydanoz, μαϊντανός, магдонос, بقدونس
|
5
|
μακρόθυμος (makróthumos)
|
long-suffering, longanimis, patient, μακροθυμία, μακρός
|
5
|
μείγνυμι (meígnumi)
|
mischen, αναμειγνύω, μίγνυμι, προσμείγνυμι, ἐπιμείγνυμι
|
5
|
μελανός (melanós)
|
melanothallite, melanure, melanurus, stilpnomelane, μέλας
|
5
|
μελιτζάνα (melitzána)
|
melanzana, melongena, بادنجان, باذنجان, वातिगगम
|
5
|
μεσοποτάμιος (mesopotámios)
|
Mezopotamio, mesopotami, Μεσοποταμία, μέσος, ποταμός
|
5
|
μετάξιον (metáxion)
|
μέταξα, μετάξι, دمقس, მეკტასი, მეტაქსი
|
5
|
μηλέα (mēléa)
|
apple tree, malus, milèa, πτελέα, فرسك
|