Jump to content

γαλακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From γάλα (gála) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

γᾰλακτῐκός (galaktikósm (feminine γᾰλακτῐκή, neuter γᾰλακτῐκόν); first/second declension

  1. milk-white
  2. (Byzantine) milky

Declension

[edit]

Descendants

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek γαλακτικός (galaktikós). By surface analysis, γάλα (gála) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɣa.la.ktiˈkos/
  • Hyphenation: γα‧λα‧κτι‧κός

Adjective

[edit]

γαλακτικός (galaktikósm (feminine γαλακτική, neuter γαλακτικό)

  1. of or pertaining to milk
  2. lactic

Declension

[edit]
Declension of γαλακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαλακτικός (galaktikós) γαλακτική (galaktikí) γαλακτικό (galaktikó) γαλακτικοί (galaktikoí) γαλακτικές (galaktikés) γαλακτικά (galaktiká)
genitive γαλακτικού (galaktikoú) γαλακτικής (galaktikís) γαλακτικού (galaktikoú) γαλακτικών (galaktikón) γαλακτικών (galaktikón) γαλακτικών (galaktikón)
accusative γαλακτικό (galaktikó) γαλακτική (galaktikí) γαλακτικό (galaktikó) γαλακτικούς (galaktikoús) γαλακτικές (galaktikés) γαλακτικά (galaktiká)
vocative γαλακτικέ (galaktiké) γαλακτική (galaktikí) γαλακτικό (galaktikó) γαλακτικοί (galaktikoí) γαλακτικές (galaktikés) γαλακτικά (galaktiká)
[edit]