Category:Greek adjectives
Appearance
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that give attributes to nouns, extending their definitions.
- Category:Greek adjective forms: Greek adjectives that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Greek adjectives by inflection type: Greek adjectives organized by the type of inflection they follow.
- Category:Greek nominalized adjectives: Greek adjectives that are used as nouns.
- Category:Greek relational adjectives: Greek adjectives that stand in place of a noun when modifying another noun.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 8 subcategories, out of 8 total.
*
- Greek adjectives used as nouns (0 c, 0 e)
- Greek indeclinable adjectives (0 c, 107 e)
A
I
N
- Greek nominalized adjectives (0 c, 51 e)
P
R
- Greek relational adjectives (0 c, 24 e)
Pages in category "Greek adjectives"
The following 200 pages are in this category, out of 5,641 total.
(previous page) (next page)Α
- Α
- Α.
- Α/Κ
- αβαθής
- αβαθμολόγητος
- άβαθος
- αβαλσάμωτος
- άβαλτος
- αβανγκάρντ
- αβανιάρης
- αβανταδόρικος
- αβάπτιστος
- αβάρετος
- αβαρής
- αβαρυγκόμιστος
- αβασάνιστος
- αβασίλευτος
- αβάσιμος
- αβάσκαντος
- αβάστακτος
- αβάσταχτος
- άβατος
- άβαφος
- αβάφτιστος
- άβαφτος
- άβγαλτος
- αβγοειδής
- αβγουλάτος
- αβγουλωτός
- αβέβ.
- αβέβαιος
- αβεβαίωτος
- αβεβήλωτος
- αβέλτερος
- αβερνίκωτος
- αβέρτος
- αβησσυνιακός
- αβίαστος
- αβίδωτος
- αβιομηχάνητος
- αβιομηχάνιστος
- αβιομηχανοποίητος
- άβιος
- αβιοτικός
- αβίωτος
- αβλαβής
- άβλαβος
- άβλαπτος
- άβλαφτος
- αβλόγητος
- αβόγκητος
- αβοήθητος
- αβόλετος
- αβόλευτος
- αβολιδοσκόπητος
- αβολίδωτος
- άβολος
- αβομβάρδιστος
- αβόσκητος
- αβοτάνιστος
- αβούλητος
- αβούλιαχτος
- άβουλος
- αβούλωτος
- αβούρτσιστος
- αβουτύρωτος
- αβράβευτος
- αβράδιαστος
- άβραστος
- αβράχνιαστος
- άβρεχος
- άβρεχτος
- αβροδίαιτος
- αβρόμιστος
- αβρός
- αβρόφρων
- άβροχος
- αβύζαχτος
- αβύθιστος
- αβυσσαλέος
- αγαθιάρης
- αγαθοεγός
- αγαθοεργός
- αγαθοποιός
- αγαθός
- αγαθούλης
- αγαλβάνιστος
- αγαλήνευτος
- αγαλματένιος
- αγαλμάτινος
- αγαλματώδης
- αγαλούχητος
- αγάμητος
- άγαμος
- αγανός
- αγάνωτος
- αγαπησιάρης
- αγαπητικός
- αγαπητός
- άγαρμπος
- αγαρνίριστος
- αγαστός
- αγγάστρωτος
- αγγειακός
- αγγειοδιασταλτικός
- αγγειολογικός
- αγγειοσυσταλτικός
- αγγειοχειρουργικός
- αγγελικός
- αγγελόμορφος
- άγγιαχτος
- άγγιχτος
- αγγλ.
- αγγλικανικός
- αγγλικός
- αγγλοθρεμμένος
- αγγλομαθής
- αγγλομανής
- αγγλονορμανδικός
- αγγλοσαξονικός
- αγγλοσαξωνικός
- αγγλόφιλος
- αγγλόφωνος
- άγδαρτος
- αγδίκητος
- αγδίκιωτος
- άγδυτος
- αγελαδινός
- αγελαίος
- αγέλαστος
- αγέμιστος
- αγένειος
- αγενής
- αγέννητος
- αγένωτος
- αγέραστος
- αγερικός
- αγέρινος
- αγέρωχος
- άγευστος
- αγεφύρωτος
- αγεωγράφητος
- αγεωμέτρητος
- αγεώργητος
- αγιάτρευτος
- αγίνωτος
- αγιοβασιλιάτικος
- αγιορείτικος
- αγιόρταστος
- άγιος
- Άγιος
- αγιώνυμος
- αγιωτικός
- αγκαζέ
- αγκαθένιος
- αγκαθερός
- αγκάθινος
- αγκαθωτός
- αγκιδωτός
- αγκιστροειδής
- αγκολέζικος
- αγκρέμιστος
- αγκύλος
- αγκυλωμένος
- αγκυλωτός
- αγλαός
- αγλύκαντος
- άγλυκος
- άγλωσσος
- άγν.
- άγναντος
- άγνεστος
- αγνός
- άγνωμος
- αγνώμων
- αγνώριστος
- άγνωρος
- αγνωστικιστικός
- αγνωστικός
- αγνωστοποίητος
- άγνωστος
- αγόγγυστος
- αγοήτευτος
- αγονάτιστος
- άγονος
- αγοραίος
- αγορανομικός
- αγοραστικός
- αγοραστός
- αγορίστικος
- αγουροξυπνημένος
- άγουρος
- αγουρωπός
- άγουστος
- αγράμματος
- αγρατσούνιστος
- άγραφος
- άγραφτος
- αγριλίσιος