Jump to content

αγέννητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀγέννητος (agénnētos).

Adjective

[edit]

αγέννητος (agénnitosm (feminine αγέννητη, neuter αγέννητο)

  1. unborn
  2. without beginning

Declension

[edit]
Declension of αγέννητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγέννητος (agénnitos) αγέννητη (agénniti) αγέννητο (agénnito) αγέννητοι (agénnitoi) αγέννητες (agénnites) αγέννητα (agénnita)
genitive αγέννητου (agénnitou) αγέννητης (agénnitis) αγέννητου (agénnitou) αγέννητων (agénniton) αγέννητων (agénniton) αγέννητων (agénniton)
accusative αγέννητο (agénnito) αγέννητη (agénniti) αγέννητο (agénnito) αγέννητους (agénnitous) αγέννητες (agénnites) αγέννητα (agénnita)
vocative αγέννητε (agénnite) αγέννητη (agénniti) αγέννητο (agénnito) αγέννητοι (agénnitoi) αγέννητες (agénnites) αγέννητα (agénnita)