άβουλος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άβουλος (ávoulosm (feminine άβουλη, neuter άβουλο)

  1. irresolute, indecisive, weak-willed

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβουλος (ávoulos) άβουλη (ávouli) άβουλο (ávoulo) άβουλοι (ávouloi) άβουλες (ávoules) άβουλα (ávoula)
genitive άβουλου (ávoulou) άβουλης (ávoulis) άβουλου (ávoulou) άβουλων (ávoulon) άβουλων (ávoulon) άβουλων (ávoulon)
accusative άβουλο (ávoulo) άβουλη (ávouli) άβουλο (ávoulo) άβουλους (ávoulous) άβουλες (ávoules) άβουλα (ávoula)
vocative άβουλε (ávoule) άβουλη (ávouli) άβουλο (ávoulo) άβουλοι (ávouloi) άβουλες (ávoules) άβουλα (ávoula)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβουλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβουλος, etc.)

[edit]

See also

[edit]