Jump to content

άγραφτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άγραφτος (ágraftosm (feminine άγραφτη, neuter άγραφτο)

  1. Alternative form of άγραφος (ágrafos)

Declension

[edit]
Declension of άγραφτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγραφτος (ágraftos) άγραφτη (ágrafti) άγραφτο (ágrafto) άγραφτοι (ágraftoi) άγραφτες (ágraftes) άγραφτα (ágrafta)
genitive άγραφτου (ágraftou) άγραφτης (ágraftis) άγραφτου (ágraftou) άγραφτων (ágrafton) άγραφτων (ágrafton) άγραφτων (ágrafton)
accusative άγραφτο (ágrafto) άγραφτη (ágrafti) άγραφτο (ágrafto) άγραφτους (ágraftous) άγραφτες (ágraftes) άγραφτα (ágrafta)
vocative άγραφτε (ágrafte) άγραφτη (ágrafti) άγραφτο (ágrafto) άγραφτοι (ágraftoi) άγραφτες (ágraftes) άγραφτα (ágrafta)