αβρόμιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβρόμιστος • (avrómistos) m (feminine αβρόμιστη, neuter αβρόμιστο)
Declension
[edit]Declension of αβρόμιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβρόμιστος • | αβρόμιστη • | αβρόμιστο • | αβρόμιστοι • | αβρόμιστες • | αβρόμιστα • |
genitive | αβρόμιστου • | αβρόμιστης • | αβρόμιστου • | αβρόμιστων • | αβρόμιστων • | αβρόμιστων • |
accusative | αβρόμιστο • | αβρόμιστη • | αβρόμιστο • | αβρόμιστους • | αβρόμιστες • | αβρόμιστα • |
vocative | αβρόμιστε • | αβρόμιστη • | αβρόμιστο • | αβρόμιστοι • | αβρόμιστες • | αβρόμιστα • |