Jump to content

αβρόμιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβρόμιστος (avrómistosm (feminine αβρόμιστη, neuter αβρόμιστο)

  1. clean
  2. unsoiled, untainted, undirtied

Declension

[edit]
Declension of αβρόμιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβρόμιστος (avrómistos) αβρόμιστη (avrómisti) αβρόμιστο (avrómisto) αβρόμιστοι (avrómistoi) αβρόμιστες (avrómistes) αβρόμιστα (avrómista)
genitive αβρόμιστου (avrómistou) αβρόμιστης (avrómistis) αβρόμιστου (avrómistou) αβρόμιστων (avrómiston) αβρόμιστων (avrómiston) αβρόμιστων (avrómiston)
accusative αβρόμιστο (avrómisto) αβρόμιστη (avrómisti) αβρόμιστο (avrómisto) αβρόμιστους (avrómistous) αβρόμιστες (avrómistes) αβρόμιστα (avrómista)
vocative αβρόμιστε (avrómiste) αβρόμιστη (avrómisti) αβρόμιστο (avrómisto) αβρόμιστοι (avrómistoi) αβρόμιστες (avrómistes) αβρόμιστα (avrómista)

Synonyms

[edit]