Jump to content

αλέρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλέρωτος (alérotosm (feminine αλέρωτη, neuter αλέρωτο)

  1. undirtied, unsoiled, unstained, spotless, clean
  2. (figuratively) unstained (morally)

Declension

[edit]
Declension of αλέρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλέρωτος (alérotos) αλέρωτη (aléroti) αλέρωτο (aléroto) αλέρωτοι (alérotoi) αλέρωτες (alérotes) αλέρωτα (alérota)
genitive αλέρωτου (alérotou) αλέρωτης (alérotis) αλέρωτου (alérotou) αλέρωτων (aléroton) αλέρωτων (aléroton) αλέρωτων (aléroton)
accusative αλέρωτο (aléroto) αλέρωτη (aléroti) αλέρωτο (aléroto) αλέρωτους (alérotous) αλέρωτες (alérotes) αλέρωτα (alérota)
vocative αλέρωτε (alérote) αλέρωτη (aléroti) αλέρωτο (aléroto) αλέρωτοι (alérotoi) αλέρωτες (alérotes) αλέρωτα (alérota)

Synonyms

[edit]