άβλαπτος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- άβλαφτος (ávlaftos) (less formal)
Etymology
[edit]From Koine Greek ἄβλαπτος, synonym of ἀβλαβής (ablabḗs). Also see άβλαφτος (ávlaftos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άβλαπτος • (ávlaptos) m (feminine άβλαπτη, neuter άβλαπτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άβλαπτος (ávlaptos) | άβλαπτη (ávlapti) | άβλαπτο (ávlapto) | άβλαπτοι (ávlaptoi) | άβλαπτες (ávlaptes) | άβλαπτα (ávlapta) | |
genitive | άβλαπτου (ávlaptou) | άβλαπτης (ávlaptis) | άβλαπτου (ávlaptou) | άβλαπτων (ávlapton) | άβλαπτων (ávlapton) | άβλαπτων (ávlapton) | |
accusative | άβλαπτο (ávlapto) | άβλαπτη (ávlapti) | άβλαπτο (ávlapto) | άβλαπτους (ávlaptous) | άβλαπτες (ávlaptes) | άβλαπτα (ávlapta) | |
vocative | άβλαπτε (ávlapte) | άβλαπτη (ávlapti) | άβλαπτο (ávlapto) | άβλαπτοι (ávlaptoi) | άβλαπτες (ávlaptes) | άβλαπτα (ávlapta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβλαπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβλαπτος, etc.)
Synonyms
[edit]Antonyms
[edit]- see: αβλαβής (avlavís)
Related terms
[edit]- see: βλάπτω (vlápto, “I harm”)