Jump to content

άβλαπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἄβλαπτος, synonym of ἀβλαβής (ablabḗs). Also see άβλαφτος (ávlaftos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈavlaptos/
  • Hyphenation: ά‧βλα‧πτος

Adjective

[edit]

άβλαπτος (ávlaptosm (feminine άβλαπτη, neuter άβλαπτο)

  1. undamaged, unhurt, unharmed

Declension

[edit]
Declension of άβλαπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβλαπτος (ávlaptos) άβλαπτη (ávlapti) άβλαπτο (ávlapto) άβλαπτοι (ávlaptoi) άβλαπτες (ávlaptes) άβλαπτα (ávlapta)
genitive άβλαπτου (ávlaptou) άβλαπτης (ávlaptis) άβλαπτου (ávlaptou) άβλαπτων (ávlapton) άβλαπτων (ávlapton) άβλαπτων (ávlapton)
accusative άβλαπτο (ávlapto) άβλαπτη (ávlapti) άβλαπτο (ávlapto) άβλαπτους (ávlaptous) άβλαπτες (ávlaptes) άβλαπτα (ávlapta)
vocative άβλαπτε (ávlapte) άβλαπτη (ávlapti) άβλαπτο (ávlapto) άβλαπτοι (ávlaptoi) άβλαπτες (ávlaptes) άβλαπτα (ávlapta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβλαπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβλαπτος, etc.)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]