Jump to content

αγεωμέτρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀγεωμέτρητος (ageōmétrētos).

Adjective

[edit]

αγεωμέτρητος (ageométritosm (feminine αγεωμέτρητη, neuter αγεωμέτρητο)

  1. ungeometric, ungeometrical
  2. unable to do geometry
  3. ignorant of geometry

Declension

[edit]
Declension of αγεωμέτρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγεωμέτρητος (ageométritos) αγεωμέτρητη (ageométriti) αγεωμέτρητο (ageométrito) αγεωμέτρητοι (ageométritoi) αγεωμέτρητες (ageométrites) αγεωμέτρητα (ageométrita)
genitive αγεωμέτρητου (ageométritou) αγεωμέτρητης (ageométritis) αγεωμέτρητου (ageométritou) αγεωμέτρητων (ageométriton) αγεωμέτρητων (ageométriton) αγεωμέτρητων (ageométriton)
accusative αγεωμέτρητο (ageométrito) αγεωμέτρητη (ageométriti) αγεωμέτρητο (ageométrito) αγεωμέτρητους (ageométritous) αγεωμέτρητες (ageométrites) αγεωμέτρητα (ageométrita)
vocative αγεωμέτρητε (ageométrite) αγεωμέτρητη (ageométriti) αγεωμέτρητο (ageométrito) αγεωμέτρητοι (ageométritoi) αγεωμέτρητες (ageométrites) αγεωμέτρητα (ageométrita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγεωμέτρητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγεωμέτρητος, etc.)