Jump to content

αγελαδινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αγελαδινός (ageladinósm (feminine αγελαδινή, neuter αγελαδινό)

  1. of or related to cow or cow's milk
    αγελαδινό βούτυρο, γιαούρτι και τυρί
    cow's milk butter, yogourt and cheese

Declension

[edit]
Declension of αγελαδινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγελαδινός (ageladinós) αγελαδινή (ageladiní) αγελαδινό (ageladinó) αγελαδινοί (ageladinoí) αγελαδινές (ageladinés) αγελαδινά (ageladiná)
genitive αγελαδινού (ageladinoú) αγελαδινής (ageladinís) αγελαδινού (ageladinoú) αγελαδινών (ageladinón) αγελαδινών (ageladinón) αγελαδινών (ageladinón)
accusative αγελαδινό (ageladinó) αγελαδινή (ageladiní) αγελαδινό (ageladinó) αγελαδινούς (ageladinoús) αγελαδινές (ageladinés) αγελαδινά (ageladiná)
vocative αγελαδινέ (ageladiné) αγελαδινή (ageladiní) αγελαδινό (ageladinó) αγελαδινοί (ageladinoí) αγελαδινές (ageladinés) αγελαδινά (ageladiná)
[edit]
see: αγέλη f (agéli, herd)