Jump to content

γελαδινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γελαδινός (geladinósm (feminine γελαδινή, neuter γελαδινό)

  1. Alternative form of αγελαδινός (ageladinós)

Declension

[edit]
Declension of γελαδινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γελαδινός (geladinós) γελαδινή (geladiní) γελαδινό (geladinó) γελαδινοί (geladinoí) γελαδινές (geladinés) γελαδινά (geladiná)
genitive γελαδινού (geladinoú) γελαδινής (geladinís) γελαδινού (geladinoú) γελαδινών (geladinón) γελαδινών (geladinón) γελαδινών (geladinón)
accusative γελαδινό (geladinó) γελαδινή (geladiní) γελαδινό (geladinó) γελαδινούς (geladinoús) γελαδινές (geladinés) γελαδινά (geladiná)
vocative γελαδινέ (geladiné) γελαδινή (geladiní) γελαδινό (geladinó) γελαδινοί (geladinoí) γελαδινές (geladinés) γελαδινά (geladiná)