Jump to content

αβανταδόρικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.van.daˈðo.ɾi.kos/
  • Hyphenation: α‧βα‧ντα‧δό‧ρι‧κος

Adjective

[edit]

αβανταδόρικος (avantadórikosm (feminine αβανταδόρικη, neuter αβανταδόρικο)

  1. taking advantage (especially unfair advantage)

Declension

[edit]
Declension of αβανταδόρικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβανταδόρικος (avantadórikos) αβανταδόρικη (avantadóriki) αβανταδόρικο (avantadóriko) αβανταδόρικοι (avantadórikoi) αβανταδόρικες (avantadórikes) αβανταδόρικα (avantadórika)
genitive αβανταδόρικου (avantadórikou) αβανταδόρικης (avantadórikis) αβανταδόρικου (avantadórikou) αβανταδόρικων (avantadórikon) αβανταδόρικων (avantadórikon) αβανταδόρικων (avantadórikon)
accusative αβανταδόρικο (avantadóriko) αβανταδόρικη (avantadóriki) αβανταδόρικο (avantadóriko) αβανταδόρικους (avantadórikous) αβανταδόρικες (avantadórikes) αβανταδόρικα (avantadórika)
vocative αβανταδόρικε (avantadórike) αβανταδόρικη (avantadóriki) αβανταδόρικο (avantadóriko) αβανταδόρικοι (avantadórikoi) αβανταδόρικες (avantadórikes) αβανταδόρικα (avantadórika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αβανταδόρικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αβανταδόρικος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]