αγγειακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγγειακός • (angeiakós) m (feminine αγγειακή, neuter αγγειακό)
Declension
[edit]Declension of αγγειακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγειακός • | αγγειακή • | αγγειακό • | αγγειακοί • | αγγειακές • | αγγειακά • |
genitive | αγγειακού • | αγγειακής • | αγγειακού • | αγγειακών • | αγγειακών • | αγγειακών • |
accusative | αγγειακό • | αγγειακή • | αγγειακό • | αγγειακούς • | αγγειακές • | αγγειακά • |
vocative | αγγειακέ • | αγγειακή • | αγγειακό • | αγγειακοί • | αγγειακές • | αγγειακά • |
Related terms
[edit]- see: αγγειολογία f (angeiología, “angiology”)
- and see: αγγείο n (angeío, “blood vessel, pot”) for pottery related terms