Jump to content

αγαθοεργός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀγαθοεργός (agathoergós), from ἀγαθός (agathós, noble, benevolent, good) +‎ ἔργον (érgon, work) +‎ -ός (-ós).

Adjective

[edit]

αγαθοεργός (agathoergósm (feminine αγαθοεργός, neuter αγαθοεργό)

  1. charitable

Declension

[edit]
Declension of αγαθοεργός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγαθοεργός (agathoergós) αγαθοεργός (agathoergós) αγαθοεργό (agathoergó) αγαθοεργοί (agathoergoí) αγαθοεργοί (agathoergoí) αγαθοεργά (agathoergá)
genitive αγαθοεργού (agathoergoú) αγαθοεργού (agathoergoú) αγαθοεργού (agathoergoú) αγαθοεργών (agathoergón) αγαθοεργών (agathoergón) αγαθοεργών (agathoergón)
accusative αγαθοεργό (agathoergó) αγαθοεργό (agathoergó) αγαθοεργό (agathoergó) αγαθοεργούς (agathoergoús) αγαθοεργούς (agathoergoús) αγαθοεργά (agathoergá)
vocative αγαθοεργέ (agathoergé) αγαθοεργέ (agathoergé) αγαθοεργό (agathoergó) αγαθοεργοί (agathoergoí) αγαθοεργοί (agathoergoí) αγαθοεργά (agathoergá)
[edit]
  • see: έργο (érgo, work, deed, noun)