Jump to content

αβάσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, un-) +‎ βάσιμος (vásimos, sound, reliable).

Adjective

[edit]

αβάσιμος (avásimosm (feminine αβάσιμη, neuter αβάσιμο)

  1. unsubstantiated, groundless, unjustified, baseless
    Synonym: ανυπόστατος (anypóstatos)
    Antonym: βάσιμος (vásimos)

Declension

[edit]
Declension of αβάσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβάσιμος (avásimos) αβάσιμη (avásimi) αβάσιμο (avásimo) αβάσιμοι (avásimoi) αβάσιμες (avásimes) αβάσιμα (avásima)
genitive αβάσιμου (avásimou) αβάσιμης (avásimis) αβάσιμου (avásimou) αβάσιμων (avásimon) αβάσιμων (avásimon) αβάσιμων (avásimon)
accusative αβάσιμο (avásimo) αβάσιμη (avásimi) αβάσιμο (avásimo) αβάσιμους (avásimous) αβάσιμες (avásimes) αβάσιμα (avásima)
vocative αβάσιμε (avásime) αβάσιμη (avásimi) αβάσιμο (avásimo) αβάσιμοι (avásimoi) αβάσιμες (avásimes) αβάσιμα (avásima)