Jump to content

βάσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek βάσῐμος (básimos). Morphologically βάση (vási, base) +‎ -ιμος (-imos, suffix forming adjectives).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈva.si.mos/
  • Hyphenation: βά‧σι‧μος

Adjective

[edit]

βάσιμος (vásimosm (feminine βάσιμη, neuter βάσιμο)

  1. justified, legitimate, reliable, sound, valid, well-founded
    Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός δεν θεωρείται βάσιμος.
    Os ek toútou, o ischyrismós den theoreítai vásimos.
    Hence the claim isn't considered legitimate.
    Υπάρχει ένας βάσιμος λόγος γι’ αυτό.
    Ypárchei énas vásimos lógos gi’ aftó.
    There's a valid reason for this.

Declension

[edit]
Declension of βάσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βάσιμος (vásimos) βάσιμη (vásimi) βάσιμο (vásimo) βάσιμοι (vásimoi) βάσιμες (vásimes) βάσιμα (vásima)
genitive βάσιμου (vásimou) βάσιμης (vásimis) βάσιμου (vásimou) βάσιμων (vásimon) βάσιμων (vásimon) βάσιμων (vásimon)
accusative βάσιμο (vásimo) βάσιμη (vásimi) βάσιμο (vásimo) βάσιμους (vásimous) βάσιμες (vásimes) βάσιμα (vásima)
vocative βάσιμε (vásime) βάσιμη (vásimi) βάσιμο (vásimo) βάσιμοι (vásimoi) βάσιμες (vásimes) βάσιμα (vásima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βάσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βάσιμος, etc.)

Antonyms

[edit]