βάσιμος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek βάσῐμος (básimos). Morphologically βάση (vási, “base”) + -ιμος (-imos, suffix forming adjectives).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]βάσιμος • (vásimos) m (feminine βάσιμη, neuter βάσιμο)
- justified, legitimate, reliable, sound, valid, well-founded
- Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός δεν θεωρείται βάσιμος.
- Os ek toútou, o ischyrismós den theoreítai vásimos.
- Hence the claim isn't considered legitimate.
- Υπάρχει ένας βάσιμος λόγος γι’ αυτό.
- Ypárchei énas vásimos lógos gi’ aftó.
- There's a valid reason for this.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βάσιμος (vásimos) | βάσιμη (vásimi) | βάσιμο (vásimo) | βάσιμοι (vásimoi) | βάσιμες (vásimes) | βάσιμα (vásima) | |
genitive | βάσιμου (vásimou) | βάσιμης (vásimis) | βάσιμου (vásimou) | βάσιμων (vásimon) | βάσιμων (vásimon) | βάσιμων (vásimon) | |
accusative | βάσιμο (vásimo) | βάσιμη (vásimi) | βάσιμο (vásimo) | βάσιμους (vásimous) | βάσιμες (vásimes) | βάσιμα (vásima) | |
vocative | βάσιμε (vásime) | βάσιμη (vásimi) | βάσιμο (vásimo) | βάσιμοι (vásimoi) | βάσιμες (vásimes) | βάσιμα (vásima) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βάσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βάσιμος, etc.)
Antonyms
[edit]- αβάσιμος (avásimos, “unreliable”)