αγγελικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγγελικός • (angelikós) m (feminine αγγελική, neuter αγγελικό)
Declension
[edit]Declension of αγγελικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγελικός • | αγγελική • | αγγελικό • | αγγελικοί • | αγγελικές • | αγγελικά • |
genitive | αγγελικού • | αγγελικής • | αγγελικού • | αγγελικών • | αγγελικών • | αγγελικών • |
accusative | αγγελικό • | αγγελική • | αγγελικό • | αγγελικούς • | αγγελικές • | αγγελικά • |
vocative | αγγελικέ • | αγγελική • | αγγελικό • | αγγελικοί • | αγγελικές • | αγγελικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγελικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγελικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Synonyms
[edit]- αγγελόμορφος (angelómorfos)
Related terms
[edit]- αγγελική f (angelikí, “angelica”)
- and see: άγγελος m (ángelos, “angel”)