Jump to content

αγγελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αγγελικός (angelikósm (feminine αγγελική, neuter αγγελικό)

  1. angelic (belonging to, proceeding from, or behaving like an angel)

Declension

[edit]
Declension of αγγελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγγελικός (angelikós) αγγελική (angelikí) αγγελικό (angelikó) αγγελικοί (angelikoí) αγγελικές (angelikés) αγγελικά (angeliká)
genitive αγγελικού (angelikoú) αγγελικής (angelikís) αγγελικού (angelikoú) αγγελικών (angelikón) αγγελικών (angelikón) αγγελικών (angelikón)
accusative αγγελικό (angelikó) αγγελική (angelikí) αγγελικό (angelikó) αγγελικούς (angelikoús) αγγελικές (angelikés) αγγελικά (angeliká)
vocative αγγελικέ (angeliké) αγγελική (angelikí) αγγελικό (angelikó) αγγελικοί (angelikoí) αγγελικές (angelikés) αγγελικά (angeliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγγελικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγγελικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγγελικότερος (angelikóteros) αγγελικότερη (angelikóteri) αγγελικότερο (angelikótero) αγγελικότεροι (angelikóteroi) αγγελικότερες (angelikóteres) αγγελικότερα (angelikótera)
genitive αγγελικότερου (angelikóterou) αγγελικότερης (angelikóteris) αγγελικότερου (angelikóterou) αγγελικότερων (angelikóteron) αγγελικότερων (angelikóteron) αγγελικότερων (angelikóteron)
accusative αγγελικότερο (angelikótero) αγγελικότερη (angelikóteri) αγγελικότερο (angelikótero) αγγελικότερους (angelikóterous) αγγελικότερες (angelikóteres) αγγελικότερα (angelikótera)
vocative αγγελικότερε (angelikótere) αγγελικότερη (angelikóteri) αγγελικότερο (angelikótero) αγγελικότεροι (angelikóteroi) αγγελικότερες (angelikóteres) αγγελικότερα (angelikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγγελικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγγελικότατος (angelikótatos) αγγελικότατη (angelikótati) αγγελικότατο (angelikótato) αγγελικότατοι (angelikótatoi) αγγελικότατες (angelikótates) αγγελικότατα (angelikótata)
genitive αγγελικότατου (angelikótatou) αγγελικότατης (angelikótatis) αγγελικότατου (angelikótatou) αγγελικότατων (angelikótaton) αγγελικότατων (angelikótaton) αγγελικότατων (angelikótaton)
accusative αγγελικότατο (angelikótato) αγγελικότατη (angelikótati) αγγελικότατο (angelikótato) αγγελικότατους (angelikótatous) αγγελικότατες (angelikótates) αγγελικότατα (angelikótata)
vocative αγγελικότατε (angelikótate) αγγελικότατη (angelikótati) αγγελικότατο (angelikótato) αγγελικότατοι (angelikótatoi) αγγελικότατες (angelikótates) αγγελικότατα (angelikótata)

Synonyms

[edit]
[edit]