Jump to content

αδύνατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ᾰ̓δῠ́νᾰτος (adúnatos, unable, inefficient, weak). By surface analysis, α- (a-) +‎ δυνατός (dynatós).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αδύνατος (adýnatosm (feminine αδύνατη, neuter αδύνατο)

  1. weak, poor (health)
    Ο άνθρωπος έχει μια αδύνατη καρδιά.
    O ánthropos échei mia adýnati kardiá.
    The man has a weak heart.
  2. weak, poor (knowledge)
    Αυτός ο μαθητής είναι αδύνατος.
    Aftós o mathitís eínai adýnatos.
    This pupil is weak.
  3. (grammar) weak, regular
    Οι αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας …
    Oi adýnatoi týpoi tis prosopikís antonymías …
    The weak forms of the personal pronoun …
  4. thin
    Ο πελαργός είχε αδύνατα πόδια.
    O pelargós eíche adýnata pódia.
    The stork has thin legs.
  5. impossible, unattainable
    Antonym: αναπόδραστος (anapódrastos)
    Η αδύνατη αποστολή.I adýnati apostolí.The impossible mission.

Declension

[edit]
Declension of αδύνατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδύνατος (adýnatos) αδύνατη (adýnati) αδύνατο (adýnato) αδύνατοι (adýnatoi) αδύνατες (adýnates) αδύνατα (adýnata)
genitive αδύνατου (adýnatou) αδύνατης (adýnatis) αδύνατου (adýnatou) αδύνατων (adýnaton) αδύνατων (adýnaton) αδύνατων (adýnaton)
accusative αδύνατο (adýnato) αδύνατη (adýnati) αδύνατο (adýnato) αδύνατους (adýnatous) αδύνατες (adýnates) αδύνατα (adýnata)
vocative αδύνατε (adýnate) αδύνατη (adýnati) αδύνατο (adýnato) αδύνατοι (adýnatoi) αδύνατες (adýnates) αδύνατα (adýnata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδύνατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδύνατος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδυνατότερος (adynatóteros) αδυνατότερη (adynatóteri) αδυνατότερο (adynatótero) αδυνατότεροι (adynatóteroi) αδυνατότερες (adynatóteres) αδυνατότερα (adynatótera)
genitive αδυνατότερου (adynatóterou) αδυνατότερης (adynatóteris) αδυνατότερου (adynatóterou) αδυνατότερων (adynatóteron) αδυνατότερων (adynatóteron) αδυνατότερων (adynatóteron)
accusative αδυνατότερο (adynatótero) αδυνατότερη (adynatóteri) αδυνατότερο (adynatótero) αδυνατότερους (adynatóterous) αδυνατότερες (adynatóteres) αδυνατότερα (adynatótera)
vocative αδυνατότερε (adynatótere) αδυνατότερη (adynatóteri) αδυνατότερο (adynatótero) αδυνατότεροι (adynatóteroi) αδυνατότερες (adynatóteres) αδυνατότερα (adynatótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδυνατότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδυνατότατος (adynatótatos) αδυνατότατη (adynatótati) αδυνατότατο (adynatótato) αδυνατότατοι (adynatótatoi) αδυνατότατες (adynatótates) αδυνατότατα (adynatótata)
genitive αδυνατότατου (adynatótatou) αδυνατότατης (adynatótatis) αδυνατότατου (adynatótatou) αδυνατότατων (adynatótaton) αδυνατότατων (adynatótaton) αδυνατότατων (adynatótaton)
accusative αδυνατότατο (adynatótato) αδυνατότατη (adynatótati) αδυνατότατο (adynatótato) αδυνατότατους (adynatótatous) αδυνατότατες (adynatótates) αδυνατότατα (adynatótata)
vocative αδυνατότατε (adynatótate) αδυνατότατη (adynatótati) αδυνατότατο (adynatótato) αδυνατότατοι (adynatótatoi) αδυνατότατες (adynatótates) αδυνατότατα (adynatótata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]