ισχυρός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἰσχυρός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἰσχυρός (iskhurós).
Adjective
[edit]ισχυρός • (ischyrós) m (feminine ισχυρή, neuter ισχυρό)
Declension
[edit]Declension of ισχυρός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχυρός • | ισχυρή • | ισχυρό • | ισχυροί • | ισχυρές • | ισχυρά • |
genitive | ισχυρού • | ισχυρής • | ισχυρού • | ισχυρών • | ισχυρών • | ισχυρών • |
accusative | ισχυρό • | ισχυρή • | ισχυρό • | ισχυρούς • | ισχυρές • | ισχυρά • |
vocative | ισχυρέ • | ισχυρή • | ισχυρό • | ισχυροί • | ισχυρές • | ισχυρά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισχυρός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισχυρός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχυρότερος • | ισχυρότερη • | ισχυρότερο • | ισχυρότεροι • | ισχυρότερες • | ισχυρότερα • |
genitive | ισχυρότερου • | ισχυρότερης • | ισχυρότερου • | ισχυρότερων • | ισχυρότερων • | ισχυρότερων • |
accusative | ισχυρότερο • | ισχυρότερη • | ισχυρότερο • | ισχυρότερους • | ισχυρότερες • | ισχυρότερα • |
vocative | ισχυρότερε • | ισχυρότερη • | ισχυρότερο • | ισχυρότεροι • | ισχυρότερες • | ισχυρότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ισχυρότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχυρότατος • | ισχυρότατη • | ισχυρότατο • | ισχυρότατοι • | ισχυρότατες • | ισχυρότατα • |
genitive | ισχυρότατου • | ισχυρότατης • | ισχυρότατου • | ισχυρότατων • | ισχυρότατων • | ισχυρότατων • |
accusative | ισχυρότατο • | ισχυρότατη • | ισχυρότατο • | ισχυρότατους • | ισχυρότατες • | ισχυρότατα • |
vocative | ισχυρότατε • | ισχυρότατη • | ισχυρότατο • | ισχυρότατοι • | ισχυρότατες • | ισχυρότατα • |
Synonyms
[edit]- (strong (smell), powerful (blow)): δυνατός (dynatós)
Related terms
[edit]- see: ισχύω (ischýo, “be valid”)