αγοραστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγοραστός • (agorastós) m (feminine αγοραστή, neuter αγοραστό)
- bought, as bought
- Αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό.
- Aftó to glykó den to éftiaxa dystychós egó, eínai agorastó.
- Sadly I did not make this cake, it is bought.
- off-the-peg (UK), off-the-rack(US)
Declension
[edit]Declension of αγοραστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγοραστός • | αγοραστή • | αγοραστό • | αγοραστοί • | αγοραστές • | αγοραστά • |
genitive | αγοραστού • | αγοραστής • | αγοραστού • | αγοραστών • | αγοραστών • | αγοραστών • |
accusative | αγοραστό • | αγοραστή • | αγοραστό • | αγοραστούς • | αγοραστές • | αγοραστά • |
vocative | αγοραστέ • | αγοραστή • | αγοραστό • | αγοραστοί • | αγοραστές • | αγοραστά • |