Jump to content

αβίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβίαστος (avíastosm (feminine αβίαστη, neuter αβίαστο)

  1. effortless, leisurely, unhurried
  2. unrestrained, natural
  3. intact, unbroken

Declension

[edit]
Declension of αβίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβίαστος (avíastos) αβίαστη (avíasti) αβίαστο (avíasto) αβίαστοι (avíastoi) αβίαστες (avíastes) αβίαστα (avíasta)
genitive αβίαστου (avíastou) αβίαστης (avíastis) αβίαστου (avíastou) αβίαστων (avíaston) αβίαστων (avíaston) αβίαστων (avíaston)
accusative αβίαστο (avíasto) αβίαστη (avíasti) αβίαστο (avíasto) αβίαστους (avíastous) αβίαστες (avíastes) αβίαστα (avíasta)
vocative αβίαστε (avíaste) αβίαστη (avíasti) αβίαστο (avíasto) αβίαστοι (avíastoi) αβίαστες (avíastes) αβίαστα (avíasta)
[edit]