Jump to content

αγελαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἀγελαῖος (agelaîos).

Adjective

[edit]

αγελαίος (agelaíosm (feminine αγελαία, neuter αγελαίο)

  1. gregarious, herd loving (of animals)
  2. (figuratively) vulgar, commonplace (of the common herd)

Declension

[edit]
Declension of αγελαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγελαίος (agelaíos) αγελαία (agelaía) αγελαίο (agelaío) αγελαίοι (agelaíoi) αγελαίες (agelaíes) αγελαία (agelaía)
genitive αγελαίου (agelaíou) αγελαίας (agelaías) αγελαίου (agelaíou) αγελαίων (agelaíon) αγελαίων (agelaíon) αγελαίων (agelaíon)
accusative αγελαίο (agelaío) αγελαία (agelaía) αγελαίο (agelaío) αγελαίους (agelaíous) αγελαίες (agelaíes) αγελαία (agelaía)
vocative αγελαίε (agelaíe) αγελαία (agelaía) αγελαίο (agelaío) αγελαίοι (agelaíoi) αγελαίες (agelaíes) αγελαία (agelaía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγελαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγελαίος, etc.)

[edit]
see: αγέλη f (agéli, herd)

See also

[edit]