Jump to content

αβούλιαχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈvu.ʎa.xtos/
  • Hyphenation: α‧βού‧λια‧χτος

Adjective

[edit]

αβούλιαχτος (avoúliachtosm (feminine αβούλιαχτη, neuter αβούλιαχτο)

  1. unsinkable
  2. afloat, unsunk
  3. undented

Declension

[edit]
Declension of αβούλιαχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβούλιαχτος (avoúliachtos) αβούλιαχτη (avoúliachti) αβούλιαχτο (avoúliachto) αβούλιαχτοι (avoúliachtoi) αβούλιαχτες (avoúliachtes) αβούλιαχτα (avoúliachta)
genitive αβούλιαχτου (avoúliachtou) αβούλιαχτης (avoúliachtis) αβούλιαχτου (avoúliachtou) αβούλιαχτων (avoúliachton) αβούλιαχτων (avoúliachton) αβούλιαχτων (avoúliachton)
accusative αβούλιαχτο (avoúliachto) αβούλιαχτη (avoúliachti) αβούλιαχτο (avoúliachto) αβούλιαχτους (avoúliachtous) αβούλιαχτες (avoúliachtes) αβούλιαχτα (avoúliachta)
vocative αβούλιαχτε (avoúliachte) αβούλιαχτη (avoúliachti) αβούλιαχτο (avoúliachto) αβούλιαχτοι (avoúliachtoi) αβούλιαχτες (avoúliachtes) αβούλιαχτα (avoúliachta)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]