Jump to content

αβύθιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβύθιστος (avýthistosm (feminine αβύθιστη, neuter αβύθιστο)

  1. unsinkable
    Ο «Τιτανικός», όλοι πίστευαν πως ήταν αβύθιστος.
    O «Titanikós», óloi pístevan pos ítan avýthistos.
    The Titanic, everyone was thought it was unsinkable.
  2. not sunk, unsunk

Declension

[edit]
Declension of αβύθιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβύθιστος (avýthistos) αβύθιστη (avýthisti) αβύθιστο (avýthisto) αβύθιστοι (avýthistoi) αβύθιστες (avýthistes) αβύθιστα (avýthista)
genitive αβύθιστου (avýthistou) αβύθιστης (avýthistis) αβύθιστου (avýthistou) αβύθιστων (avýthiston) αβύθιστων (avýthiston) αβύθιστων (avýthiston)
accusative αβύθιστο (avýthisto) αβύθιστη (avýthisti) αβύθιστο (avýthisto) αβύθιστους (avýthistous) αβύθιστες (avýthistes) αβύθιστα (avýthista)
vocative αβύθιστε (avýthiste) αβύθιστη (avýthisti) αβύθιστο (avýthisto) αβύθιστοι (avýthistoi) αβύθιστες (avýthistes) αβύθιστα (avýthista)

Synonyms

[edit]
[edit]