Jump to content

αγιορείτικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Koine Greek Άγιον Όρος (Ágion Óros, Mount Athos)

Adjective

[edit]

αγιορείτικος (agioreítikosm (feminine αγιορείτικη, neuter αγιορείτικο)

  1. related to Mount Athos

Declension

[edit]
Declension of αγιορείτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγιορείτικος (agioreítikos) αγιορείτικη (agioreítiki) αγιορείτικο (agioreítiko) αγιορείτικοι (agioreítikoi) αγιορείτικες (agioreítikes) αγιορείτικα (agioreítika)
genitive αγιορείτικου (agioreítikou) αγιορείτικης (agioreítikis) αγιορείτικου (agioreítikou) αγιορείτικων (agioreítikon) αγιορείτικων (agioreítikon) αγιορείτικων (agioreítikon)
accusative αγιορείτικο (agioreítiko) αγιορείτικη (agioreítiki) αγιορείτικο (agioreítiko) αγιορείτικους (agioreítikous) αγιορείτικες (agioreítikes) αγιορείτικα (agioreítika)
vocative αγιορείτικε (agioreítike) αγιορείτικη (agioreítiki) αγιορείτικο (agioreítiko) αγιορείτικοι (agioreítikoi) αγιορείτικες (agioreítikes) αγιορείτικα (agioreítika)
[edit]