Jump to content

αβγουλωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβγουλωτός (avgoulotósm (feminine αβγουλωτή, neuter αβγουλωτό)

  1. egg-shaped, ovoid, oviform, oval

Declension

[edit]
Declension of αβγουλωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβγουλωτός (avgoulotós) αβγουλωτή (avgoulotí) αβγουλωτό (avgoulotó) αβγουλωτοί (avgoulotoí) αβγουλωτές (avgoulotés) αβγουλωτά (avgoulotá)
genitive αβγουλωτού (avgoulotoú) αβγουλωτής (avgoulotís) αβγουλωτού (avgoulotoú) αβγουλωτών (avgoulotón) αβγουλωτών (avgoulotón) αβγουλωτών (avgoulotón)
accusative αβγουλωτό (avgoulotó) αβγουλωτή (avgoulotí) αβγουλωτό (avgoulotó) αβγουλωτούς (avgoulotoús) αβγουλωτές (avgoulotés) αβγουλωτά (avgoulotá)
vocative αβγουλωτέ (avgouloté) αβγουλωτή (avgoulotí) αβγουλωτό (avgoulotó) αβγουλωτοί (avgoulotoí) αβγουλωτές (avgoulotés) αβγουλωτά (avgoulotá)

Synonyms

[edit]
[edit]