Jump to content

ωοειδής

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ᾠοειδής

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ᾠοειδής (ōioeidḗs), from ᾠόν n (ōión, egg) and εἶδος n (eîdos, kind). By surface analysis, ωο- (oo-, oo- (egg)) +‎ -ειδής (-eidís, of kind) (είδος n (eídos, kind)).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /o.o.iˈðis/
  • Hyphenation: ω‧ο‧ει‧δής

Adjective

[edit]

ωοειδής (ooeidísm (feminine ωοειδής, neuter ωοειδές)

  1. egg-shaped, oviform, ovoid

Declension

[edit]
Declension of ωοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωοειδής (ooeidís) ωοειδής (ooeidís) ωοειδές (ooeidés) ωοειδείς (ooeideís) ωοειδείς (ooeideís) ωοειδή (ooeidí)
genitive ωοειδούς (ooeidoús)
ωοειδή (ooeidí)
ωοειδούς (ooeidoús) ωοειδούς (ooeidoús) ωοειδών (ooeidón) ωοειδών (ooeidón) ωοειδών (ooeidón)
accusative ωοειδή (ooeidí) ωοειδή (ooeidí) ωοειδές (ooeidés) ωοειδείς (ooeideís) ωοειδείς (ooeideís) ωοειδή (ooeidí)
vocative ωοειδή (ooeidí)
ωοειδής (ooeidís)
ωοειδής (ooeidís) ωοειδές (ooeidés) ωοειδείς (ooeideís) ωοειδείς (ooeideís) ωοειδή (ooeidí)

Synonyms

[edit]

informal: