Jump to content

είδος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: εἶδος and εἰδός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εἶδος (eîdos).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

είδος (eídosn (plural είδη)

  1. kind, form, type
    Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση.
    To thranío eínai éna eídos epíplou gia scholikí chrísi.
    The bench is a kind of furniture used in school.
  2. (taxonomy, biology) species
    Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo sapiens.
    O simerinós ánthropos aníkei sto eídos Homo sapiens.
    Modern man belongs to the species Homo sapiens.
  3. (retailing) article, item
    καταστήματα με τουριστικά είδη και τοπικά προϊόντα
    katastímata me touristiká eídi kai topiká proïónta
    shops with tourist items and local products
  4. (fashion) style, wear

Declension

[edit]
Declension of είδος
singular plural
nominative είδος (eídos) είδη (eídi)
genitive είδους (eídous) ειδών (eidón)
accusative είδος (eídos) είδη (eídi)
vocative είδος (eídos) είδη (eídi)

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]