Category:Greek learned borrowings from Ancient Greek
Appearance
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that are learned loanwords from Ancient Greek, that is, terms that were directly incorporated from Ancient Greek instead of through normal language contact.
To categorize a term into this category, use {{lbor|el|grc|source_term}}
(or {{learned borrowing|...}}
, using the same syntax), where source_term
is the Ancient Greek term that the term in question was borrowed from.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek learned borrowings from Ancient Greek"
The following 200 pages are in this category, out of 868 total.
(previous page) (next page)Α
- άβακας
- αγανακτώ
- αγγείο
- αγγελία
- αγένειος
- αγέρωχος
- αγορητής
- αγρός
- αγρότης
- αγχέμαχος
- αδαμάντινος
- άδεια
- Άδης
- αείμνηστος
- Αετός
- αήττητος
- αθρόος
- αιγο-
- αίθουσα
- αίρω
- αιτούμαι
- αιτώ
- ακακία
- άκανθα
- ακατάστατος
- ακάτιο
- ακούσιος
- ακρίβεια
- ακριβώς
- ακρόαση
- άκρως
- αλαλάζω
- άλας
- αλητεύω
- αλιάετος
- αλλοδαπός
- άλως
- άμαχος
- αμβλυγώνιος
- αμβλύς
- αμβροσία
- αμείβω
- αμέριστος
- αμφιβάλλω
- αμφίβολος
- Αμφιτρίτη
- αμφιτρύωνας
- αναβάλλω
- αναβιβάζω
- αναβλέπω
- αναγγέλλω
- αναγνωρίζω
- αναγράφω
- αναδενδράδα
- αναδέχομαι
- αναθερμαίνω
- αναιμία
- αναίτιος
- ανακηρύσσω
- ανακινώ
- ανακόπτω
- ανακρίνω
- αναλόγως
- αναμειγνύω
- αναμένω
- αναπάλλω
- αναρχία
- αναστέλλω
- αναστρέφω
- αναφύομαι
- Ανδρομέδα
- ανδροπρέπεια
- ανελκύω
- ανεξέλεγκτος
- ανθηρός
- άνθρακας
- ανθρωπο-
- ανθρωποφάγος
- ανιχνεύω
- αντηχώ
- αντιγράφω
- αντιδρώ
- αντιλέγω
- αντιπαραβάλλω
- αντιστρέφω
- αξιώ
- αόριστος
- απαρασκεύαστος
- απειλώ
- απέρχομαι
- απευθύνω
- απέχω
- άπνοος
- άπνους
- αποβιβάζω
- αποδεικτικός
- αποδέχομαι
- αποικίζω
- αποκόπτω
- απόκριση
- απορροφώ
- αποστέλλω
- αποστολή
- απότακτος
- αποτίνω
- απότομος
- αποφαίνομαι
- αποφοιτώ
- απραξία
- άπτομαι
- απωθώ
- άρκτος
- αρκώ
- άρμα
- αρμόδιος
- Αρτεμισία
- αρχαιολογία
- αρχηγός
- αρχιτεκτονικός
- ασθενής
- ασθενώ
- Ασία
- Ασπίς
- αστρονομικός
- ασφαλής
- ασχέτως
- ασωτία
- ατάραχος
- αταρίχευτος
- ατασθαλία
- άταφος
- άτεγκτος
- ατυχία
- αυθαίρετος
- αυλαία
- αυτάρκεια
- αυτοσχέδιος
- αφελής
- αφοδεύω
- αψίδα