Category:Greek learned borrowings from Ancient Greek
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that are learned loanwords from Ancient Greek, that is, terms that were directly incorporated from Ancient Greek instead of through normal language contact.
To categorize a term into this category, use {{lbor|el|grc|source_term}}
(or {{learned borrowing|...}}
, using the same syntax), where source_term
is the source-language term that the term in question was borrowed from.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek learned borrowings from Ancient Greek"
The following 200 pages are in this category, out of 460 total.
(previous page) (next page)Α
- αγανακτώ
- αγγείο
- αγγελία
- αγένειος
- αγέρωχος
- αγορητής
- αγρότης
- αγχέμαχος
- αδαμάντινος
- Άδης
- αείμνηστος
- αίθουσα
- αίρω
- ακακία
- άκανθα
- ακάτιο
- ακρίβεια
- ακρόαση
- αλαλάζω
- άλας
- αλητεύω
- αλιάετος
- αλλοδαπός
- άλως
- αμβλυγώνιος
- αμβλύς
- αμβροσία
- αμείβω
- αμφιβάλλω
- Αμφιτρίτη
- αμφιτρύωνας
- αναβάλλω
- αναβιβάζω
- αναβλέπω
- αναγνωρίζω
- αναγράφω
- αναδενδράδα
- αναδέχομαι
- αναιμία
- ανακινώ
- ανακόπτω
- ανακρίνω
- αναμειγνύω
- αναπάλλω
- αναρχία
- αναστέλλω
- αναστρέφω
- αναφύομαι
- Ανδρομέδα
- ανδροπρέπεια
- ανελκύω
- ανεξέλεγκτος
- ανθηρός
- άνθρακας
- ανθρωπο-
- ανθρωποφάγος
- αντηχώ
- αντιγράφω
- αντιδρώ
- αντιλέγω
- αντιπαραβάλλω
- αντιστρέφω
- αόριστος
- απειλώ
- απέρχομαι
- απέχω
- άπνοος
- άπνους
- αποβιβάζω
- αποδέχομαι
- αποικίζω
- αποκόπτω
- απόκριση
- απορροφώ
- αποστέλλω
- αποστολή
- απότακτος
- αποτίνω
- αποφαίνομαι
- αποφοιτώ
- απραξία
- άπτομαι
- απωθώ
- άρκτος
- αρκώ
- άρμα
- ασφαλής
- αυθαίρετος
- αυτάρκεια
- αφελής
- αφοδεύω
Δ
- δε
- δειλός
- δεσπόζω
- δέω
- δημιουργός
- δήμος
- δημόσιος
- διαγράφω
- διαδέχομαι
- διάδοχος
- διαθέτης
- διακινδυνεύω
- διακόπτω
- διακόσμηση
- διακοσμώ
- διακριτικός
- διαλεκτικός
- διαλύω
- διαπλάθω
- διαπρέπω
- διαρρέω
- διάφορος
- διαχείριση
- διαχέω
- διδάσκω
- διεγείρω
- διετής
- δίκτυο
- διοίκηση
- διώκω
- δολοφονώ
- δουλεία
- δραστήριος
- δρυμός
- δυσάρεστος
- δυσμαί
Ε
- εγγράφω
- εγχειρίδιο
- είδος
- -είο
- εισάγω
- εισαγωγή
- εκδέρω
- εκλείπω
- εκπαιδεύω
- εκρήγνυμαι
- εκτελώ
- ελευθερία
- ελεύθερος
- ελέφαντας
- έλικας
- έλκος
- Ἕλλην
- έλξη
- εμπερικλείω
- εμπνέω
- εμπόριο
- εμπρόσθιος
- εμφάνιση
- εν
- ένδειξη
- ενδέχεται
- ενδιατρίβω
- ενεδρεύω
- ενεργητικός
- ενθύμηση
- ένοικος
- ενοποιώ
- εντάσσω
- έντιμος
- εξαίρεση
- εξασκώ
- εξετάζω
- έξη
- εξυπηρετώ
- εορταστικός
- επάγγελμα
- επανα-
- επανακάμπτω
- επαναλαμβάνω
- επανέρχομαι
- επάνοδος
- επεκτείνω
- επιβιβάζω
- επιζήμιος
- επιθεωρώ
- επιρροή
- επισκέπτομαι
- επίτηδες
- επιτομή
- επιφάνεια
- ερέθισμα
- ερίτιμος
- ερμηνεία