αναγράφω
Appearance
See also: ἀναγράφω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἀναγράφω ("engrave publicly"). Morphologically, from ανα- (“up”) + γράφω (“write”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αναγράφω • (anagráfo) (past ανέγραψα, passive αναγράφομαι)
Conjugation
[edit]αναγράφω αναγράφομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναγράφω | αναγράψω | αναγράφομαι | αναγραφώ, αναγραφτώ1 |
2 sg | αναγράφεις | αναγράψεις | αναγράφεσαι | αναγραφείς, αναγραφτείς |
3 sg | αναγράφει | αναγράψει | αναγράφεται | αναγραφεί, αναγραφτεί |
1 pl | αναγράφουμε, [‑ομε] | αναγράψουμε, [‑ομε] | αναγραφόμαστε | αναγραφούμε, αναγραφτούμε |
2 pl | αναγράφετε | αναγράψετε | αναγράφεστε, αναγραφόσαστε | αναγραφείτε, αναγραφτείτε |
3 pl | αναγράφουν(ε) | αναγράψουν(ε) | αναγράφονται | αναγραφούν(ε), αναγραφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέγραφα | ανέγραψα | αναγραφόμουν(α) | αναγράφηκα, αναγράφτηκα1 |
2 sg | ανέγραφες | ανέγραψες | αναγραφόσουν(α) | αναγράφηκες, αναγράφτηκες |
3 sg | ανέγραφε | ανέγραψε | αναγραφόταν(ε) | αναγράφηκε, αναγράφτηκε, {ανεγράφη} |
1 pl | αναγράφαμε | αναγράψαμε | αναγραφόμασταν, (‑όμαστε) | αναγραφήκαμε, αναγραφτήκαμε |
2 pl | αναγράφατε | αναγράψατε | αναγραφόσασταν, (‑όσαστε) | αναγραφήκατε, αναγραφτήκατε |
3 pl | ανέγραφαν, αναγράφαν(ε) | ανέγραψαν, αναγράψαν(ε) | αναγράφονταν, (αναγραφόντουσαν) | αναγράφηκαν, αναγράφτηκαν, αναγραφτήκαν(ε), {ανεγράφησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναγράφω ➤ | θα αναγράψω ➤ | θα αναγράφομαι ➤ | θα αναγραφώ / αναγραφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναγράφεις, … | θα αναγράψεις, … | θα αναγράφεσαι, … | θα αναγραφείς / αναγραφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναγράψει έχω, έχεις, … αναγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναγραφεί / αναγραφτεί είμαι, είσαι, … αναγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναγράψει είχα, είχες, … αναγραμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναγραφεί / αναγραφτεί ήμουν, ήσουν, … αναγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναγράψει θα έχω, θα έχεις, … αναγραμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναγραφεί / αναγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … αναγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάγραφε | ανάγραψε | — | αναγράψου |
2 pl | αναγράφετε | αναγράψτε | αναγράφεστε | αναγραφείτε, αναγραφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναγράφοντας ➤ | αναγραφόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναγράψει ➤ | αναγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναγράψει | αναγραφεί, αναγραφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive forms with -φτ- are colloquial. • Also, learned passive perfect participle with ancient reduplication: αναγεγραμμένος (anagegramménos) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αναγραφή f (anagrafí, “record”)
- and see: γράφω (gráfo, “write”)