Jump to content

αναγραφή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναγραφή (anagrafíf (plural αναγραφές)

  1. record, entry
  2. writing

Declension

[edit]
Declension of αναγραφή
singular plural
nominative αναγραφή (anagrafí) αναγραφές (anagrafés)
genitive αναγραφής (anagrafís) αναγραφών (anagrafón)
accusative αναγραφή (anagrafí) αναγραφές (anagrafés)
vocative αναγραφή (anagrafí) αναγραφές (anagrafés)

See also

[edit]