Category:Greek feminine nouns
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek nouns of feminine gender, i.e. belonging to a gender category that contains (among other things) female beings.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek feminine nouns"
The following 200 pages are in this category, out of 7,770 total.
(previous page) (next page)Α
- Α
- Α.
- Α.Β.Υ.
- Α.Ε.Κ.
- Α.Μ.
- Αβάνα
- αβανγκάρντ
- αβανιά
- αβάντα
- αβανταδόρισσα
- αβάντζα
- αβάντσα
- αβαρεσιά
- αβαρία
- αβασταγή
- αβγοθήκη
- αβγουλιέρα
- αβγουλού
- αβδέλλα
- αβδηρίτισσα
- Αβδηρίτισσα
- αβεβαιότητα
- αβελτερία
- αβελτηρία
- Αβεντισιάν
- αβερτοσύνη
- Αβετισιάν
- Αβησσυνή
- Αβησσυνία
- αβιογένεση
- αβιταμίνωση
- αβλεψία
- Αβογκάντρο
- αβοκέτα
- αβουλησία
- αβουλία
- αβρότητα
- αβροφροσύνη
- αβροχιά
- άβυσσος
- Αγάθη
- αγαθιάρα
- αγαθοεργία
- αγαθοπιστία
- αγαθοσύνη
- αγαθότητα
- αγαλακτία
- αγαλαξία
- αγαλλίαση
- αγαλματοποιία
- αγαλματοποιός
- αγαμία
- αγανάκτηση
- αγανάχτηση
- αγάπη
- αγαπημένη
- αγαπητικιά
- αγαπούλα
- Άγαρ
- Αγαρηνή
- αγαρμπιά
- αγαρμποσύνη
- Αγατζανιάν
- αγγαρεία
- αγγειεκτομή
- αγγειογραφία
- αγγειογράφος
- αγγειοδιαστολή
- αγγειολαβίδα
- αγγειολογία
- αγγειολόγος
- αγγειοπλαστική
- αγγειοπλάστρια
- αγγειοσυστολή
- αγγειοχειρουργική
- αγγειοχειρουργός
- Αγγέλα
- αγγελία
- αγγελιαφόρος
- αγγελική
- Αγγελική
- αγγελιοφόρος
- Αγγέλου
- Αγγέλω
- αγγινάρα
- Αγγλία
- Αγγλίδα
- αγγλικανή
- αγγλική
- αγγλοκρατία
- αγγλομανία
- Αγγλονορμανδικές Νήσοι
- Αγγλοσάξονας
- Αγγλοσάξωνας
- αγγλοφιλία
- αγγλοφοβία
- αγγουράκι
- αγγουριά
- αγγουροντομάτα
- αγελάδα
- αγελαδάρισσα
- αγελαδοκόμος
- αγελαδοτρόφος
- αγέλη
- αγελοκαλημάνα
- αγένεια
- αγερασιά
- αγερωχία
- αγία
- Αγία Γραφή
- Αγία Λουκία
- Αγία Πετρούπολη
- Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- Αγία Τράπεζα
- αγιασμένο νερό
- αγιαστήρα
- αγιαστούρα
- αγιογδύτισσα
- αγιογράφηση
- αγιογραφία
- αγιολόγιο
- αγιοποίηση
- αγιοσύνη
- αγιότητα
- αγκάθα
- αγκαθοκαλημάνα
- αγκάλη
- αγκαλιά
- αγκαλίτσα
- Αγκαντζανιάν
- Αγκατζανιάν
- αγκίδα
- αγκίθα
- αγκινάρα
- αγκινάρα της Ιερουσαλήμ
- αγκιστριά
- αγκίστρωση
- αγκλίτσα
- Αγκόλα
- Αγκολέζα
- αγκούσα
- αγκράφα
- αγκύλη
- αγκυλωματιά
- αγκύλωση
- άγκυρα
- Άγκυρα
- αγκυροβία
- αγκωνή
- αγλωσσία
- αγνεία
- άγνοια
- αγνοούμενη
- αγνοουμένη
- αγνότητα
- αγνωμοσύνη
- αγνώμων
- αγνωσία
- αγνωσιαρχία
- αγνωστικίστρια
- αγονία
- αγορά
- αγοραλογία
- αγορανομία
- αγορανόμος
- αγοραπωλησία
- αγοραστική δύναμη
- αγοράστρια
- αγοραφοβία
- αγόρευση
- αγορήτρια
- αγορίνα
- αγοροπωλησία
- αγουρίδα
- αγουρίλα
- αγουστιά
- άγρα
- αγραμματοσύνη
- αγράμπελη
- αγρανάπαυση
- αγρεργάτρια
- αγριάδα
- αγριάμπελη
- αγριελιά
- αγριλιά
- αγριόγατα
- αγριόκοτα
- αγριόκοττα
- αγριόκρινο
- αγριομέλισσα
- αγριόπαπια
- αγριόρνιθα
- αγριοσυκιά
- αγριότητα
- αγριοτριανταφυλλιά
- αγριοφωνάρα
- αγροβιολογία
- αγροικία
- αγροκαλλιέργεια
- αγρονομία