Jump to content

Αγία Τράπεζα

From Wiktionary, the free dictionary
See also: τράπεζα

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈʝi.a ˈtra.pe.za/

Noun

[edit]

Αγία Τράπεζα (Agía Trápezaf (plural Άγιες Τράπεζες)

  1. (Christianity) altar, high altar

Declension

[edit]
Declension of Αγία Τράπεζα
singular plural
nominative Αγία Τράπεζα (Agía Trápeza) Άγιες Τράπεζες (Ágies Trápezes)
genitive Αγίας Τράπεζας (Agías Trápezas) -
accusative Αγία Τράπεζα (Agía Trápeza) Άγιες Τράπεζες (Ágies Trápezes)
vocative Αγία Τράπεζα (Agía Trápeza) Άγιες Τράπεζες (Ágies Trápezes)
[edit]