Jump to content

αγγειοπλάστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγγειοπλάστρια (angeioplástriaf (plural αγγειοπλάστριες, masculine αγγειοπλάστης)

  1. potter, ceramicist

Declension

[edit]
Declension of αγγειοπλάστρια
singular plural
nominative αγγειοπλάστρια (angeioplástria) αγγειοπλάστριες (angeioplástries)
genitive αγγειοπλάστριας (angeioplástrias) αγγειοπλαστριών (angeioplastrión)
accusative αγγειοπλάστρια (angeioplástria) αγγειοπλάστριες (angeioplástries)
vocative αγγειοπλάστρια (angeioplástria) αγγειοπλάστριες (angeioplástries)
[edit]