αγγειοπλάστης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγγειοπλάστης • (angeioplástis) m (plural αγγειοπλάστες, feminine αγγειοπλάστρια)
Declension
[edit]Declension of αγγειοπλάστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοπλάστης • | αγγειοπλάστες • |
genitive | αγγειοπλάστη • | αγγειοπλαστών • |
accusative | αγγειοπλάστη • | αγγειοπλάστες • |
vocative | αγγειοπλάστη • | αγγειοπλάστες • |
Related terms
[edit]- see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)
See also
[edit]- αγγειοχειρουργός m or f (angeiocheirourgós, “vascular surgeon”)