Jump to content

αγράμπελη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αγράμπελη (agrámpelif (usually uncountable, plural αγράμπελες)

  1. (botany) flowering climbing plant
    1. clematis
    2. wild woodbine

Declension

[edit]
Declension of αγράμπελη
singular plural
nominative αγράμπελη (agrámpeli) αγράμπελες (agrámpeles)
genitive αγράμπελης (agrámpelis) αγράμπελων (agrámpelon)
accusative αγράμπελη (agrámpeli) αγράμπελες (agrámpeles)
vocative αγράμπελη (agrámpeli) αγράμπελες (agrámpeles)