αγγειοπλαστική
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγγείο (angeío, “pot”) + πλαστική (plastikí, “plastic art”)
Noun
[edit]αγγειοπλαστική • (angeioplastikí) f (plural αγγειοπλαστικές)
- pottery, ceramics (the craft and study of making pots)
- (medicine, surgery) angioplasty (heart surgery: the mechanical widening of blood vessels)
Declension
[edit]Declension of αγγειοπλαστική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοπλαστική • | αγγειοπλαστικές • |
genitive | αγγειοπλαστικής • | αγγειοπλαστικών • |
accusative | αγγειοπλαστική • | αγγειοπλαστικές • |
vocative | αγγειοπλαστική • | αγγειοπλαστικές • |
Synonyms
[edit]- κεραμική f (keramikí)
Related terms
[edit]- αγγειοπλάστης m (angeioplástis, “potter”)
- αγγειοπλάστρια f (angeioplástria, “potter”)
- αγγειοπλαστείο n (angeioplasteío, “potter's workshop”)
- see: αγγειολογία f (angeiología, “angiology”)