αγγειοπλαστείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγγειοπλαστείο • (angeioplasteío) n (plural αγγειοπλαστεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοπλαστείο (angeioplasteío) | αγγειοπλαστεία (angeioplasteía) |
genitive | αγγειοπλαστείου (angeioplasteíou) | αγγειοπλαστείων (angeioplasteíon) |
accusative | αγγειοπλαστείο (angeioplasteío) | αγγειοπλαστεία (angeioplasteía) |
vocative | αγγειοπλαστείο (angeioplasteío) | αγγειοπλαστεία (angeioplasteía) |
Related terms
[edit]- see: αγγείο n (angeío, “pot, jar”)