Category:Greek neuter nouns
Appearance
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek nouns of neuter gender, i.e. belonging to a gender category that does not usually contain male or female beings.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek neuter nouns"
The following 200 pages are in this category, out of 5,435 total.
(previous page) (next page)Α
- ά
- Α' Παραλειπομένων
- α' συνθ.
- α' συνθετικό
- ά.
- Άαλαντ
- Άαχεν
- αβαείο
- άβαθα
- αβάκιο
- αβαντάζ
- αβάντζο
- αβάντσο
- αβάς
- αβασταγό
- άβατο
- αββαείο
- αββάς
- αβγό
- αβγό μάτι
- αβγολέμονο
- αβγοτάραχο
- αβγότσουφλο
- αβγουλάκι
- αβγούλι
- Άβδηρα
- αβλέπτημα
- αβοκάντο
- αγαθό
- άγαλμα
- αγαλματάκι
- αγαλματίδιο
- αγαλμάτιο
- αγαλματοποιείο
- άγανο
- αγαποβότανο
- αγγάρεμα
- αγγείο
- αγγειό
- αγγειοδιασταλτικό
- αγγειοπλαστείο
- αγγειόσπερμα
- αγγειοχειρουργείο
- αγγείωμα
- αγγελάκι
- αγγέλιασμα
- άγγελμα
- αγγελούδι
- αγγελτήριο
- άγγιαγμα
- άγγιγμα
- άγγισμα
- αγγλικά
- αγγλικό κόρνο
- αγγόνι
- αγγούρι
- αγέρι
- αγερικό
- άγημα
- αγιάγκαθο
- αγιάζι
- άγιασμα
- αγίασμα
- αγιασματάρι
- αγιασματάριο
- άγιο
- Άγιο Μύρο
- Άγιο Μύρρο
- Άγιο Όρος
- Άγιο Πνεύμα
- αγιοδημητριάτικο
- αγιοκέρι
- αγιόκλημα
- Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας
- αγκαζάρισμα
- αγκάθι
- αγκαθωτό σύρμα
- αγκάλιασμα
- αγκίδι
- αγκίστρι
- άγκιστρο
- αγκίστρωμα
- αγκομάχημα
- αγκομαχητό
- αγκουρέτο
- αγκύλι
- αγκύλιο
- αγκύλωμα
- αγκύριο
- αγκυροβόλημα
- αγκυροβόληση
- αγκυροβόλι
- αγκυροβόλιο
- αγκωνάρι
- αγλάισμα
- αγνάντεμα
- αγνάντιο
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
- αγνώστου ταυτότητος ιπτάμενο αντικείμενο
- αγοραίο
- αγοράκι
- αγόρι
- αγοροκόριτσο
- αγουρέλαιο
- αγουρόλαδο
- αγουροξύπνημα
- αγρίεμα
- αγρίμι
- Αγρίνιο
- άγριο κύμινο
- αγριοβόρι
- αγριοβότανο
- αγριογούρουνο
- αγριοδαμάσκηνο
- αγριοκαστανιά
- αγριοκάστανο
- αγριοκάτσικο
- αγριοκοίταγμα
- αγριοκόριτσο
- αγριοκύμινο
- αγριολούλουδο
- αγριοπερίστερο
- αγριοραδίκι
- αγριοράδικο
- αγριόσκυλο
- αγριόσυκο
- αγριοτριαντάφυλλο
- αγριόχορτο
- αγροκήπιο
- αγρόκτημα
- αγροτεμάχιο
- αγροτόσπιτο
- αγρωστοειδή
- αγρωστώδη
- αγυιόπαιδο
- αγχολυτικό
- άγχος
- αγώγι
- αγώι
- αγώνισμα
- αδαμαντοπωλείο
- αδαμαντωρυχείο
- άδειασμα
- αδελφάκι
- αδελφάτο
- αδέλφι
- αδέλφωμα
- αδένωμα
- αδερφάκι
- αδερφάτο
- αδέρφι
- αδερφομεράδι
- αδερφομοιράδι
- αδερφομοίρι
- αδέρφωμα
- αδέσποτο
- αδιάβλητο
- αδιάβροχο
- αδιαχώρητο
- αδιέξοδο
- αδίκημα
- άδικο
- άδραγμα
- άδυτα
- άδυτο
- αεικίνητο
- αεικίνητον
- αεράγημα
- αεράθλημα
- αεράκι
- αέρι
- αερικό
- αέριο
- αεριόφως
- αέρισμα
- αεριωθούμενο
- αεροβόλο
- αερόγαμα
- αερογεφύρωμα
- αεροδικείο
- αεροδρόμιο
- αεροδρόμιον
- αεροζόλ
- αερόθερμο
- αεροκιβώτιο
- αερόλουτρο
- αερόλυμα
- αερόμετρο
- αερομοντέλο
- αερόμπικ
- αερόμπικς
- αεροπλανάκι
- αερόπλανο
- αεροπλάνο
- αεροπλανοφόρο
- αεροπλανοφόρον
- αερόπλοιο
- αεροσκάφος
- αερόστατο
- αερόσφυρο