Jump to content

αεροβόλο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροβόλο (aerovólon (plural αεροβόλα)

  1. air gun

Declension

[edit]
Declension of αεροβόλο
singular plural
nominative αεροβόλο (aerovólo) αεροβόλα (aerovóla)
genitive αεροβόλου (aerovólou) αεροβόλων (aerovólon)
accusative αεροβόλο (aerovólo) αεροβόλα (aerovóla)
vocative αεροβόλο (aerovólo) αεροβόλα (aerovóla)
[edit]

Further reading

[edit]