αγροτόσπιτο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the Ancient Greek κατοικία (katoikía).
Noun
[edit]αγροτόσπιτο • (agrotóspito) n (plural αγροτόσπιτα)
Synonyms
[edit]- see: αγροικία f (agroikía, “farmhouse”)
From the Ancient Greek κατοικία (katoikía).
αγροτόσπιτο • (agrotóspito) n (plural αγροτόσπιτα)