αγριοραδίκι
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αγριοραδίκι • (agrioradíki) n (plural αγριοραδίκια)
- Alternative form of αγριοράδικο (agriorádiko)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριοραδίκι (agrioradíki) | αγριοραδίκια (agrioradíkia) |
genitive | αγριοραδικιού (agrioradikioú) | αγριοραδικιών (agrioradikión) |
accusative | αγριοραδίκι (agrioradíki) | αγριοραδίκια (agrioradíkia) |
vocative | αγριοραδίκι (agrioradíki) | αγριοραδίκια (agrioradíkia) |