αγριοραδίκι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγριοραδίκι • (agrioradíki) n (plural αγριοραδίκια)
- Alternative form of αγριοράδικο (agriorádiko)
Declension
[edit]Declension of αγριοραδίκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριοραδίκι • | αγριοραδίκια • |
genitive | αγριοραδικιού • | αγριοραδικιών • |
accusative | αγριοραδίκι • | αγριοραδίκια • |
vocative | αγριοραδίκι • | αγριοραδίκια • |