Jump to content

αγριοραδίκι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγριοραδίκι (agrioradíkin (plural αγριοραδίκια)

  1. Alternative form of αγριοράδικο (agriorádiko)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αγριοραδίκι (agrioradíki) αγριοραδίκια (agrioradíkia)
genitive αγριοραδικιού (agrioradikioú) αγριοραδικιών (agrioradikión)
accusative αγριοραδίκι (agrioradíki) αγριοραδίκια (agrioradíkia)
vocative αγριοραδίκι (agrioradíki) αγριοραδίκια (agrioradíkia)