Jump to content

αερόλυμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αερο- (aero-) +‎ (διά)λυμα ((diá)lyma)

Noun

[edit]

αερόλυμα (aerólyman (plural αερολύματα)

  1. (sciences) aerosol (fine solid or liquid dispersed in a gas)

Declension

[edit]
Declension of αερόλυμα
singular plural
nominative αερόλυμα (aerólyma) αερολύματα (aerolýmata)
genitive αερολύματος (aerolýmatos) αερολυμάτων (aerolymáton)
accusative αερόλυμα (aerólyma) αερολύματα (aerolýmata)
vocative αερόλυμα (aerólyma) αερολύματα (aerolýmata)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]