διάλυμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διάλυμα • (diályma) n (plural διαλύματα)
- solution (homogeneous mixture of different substances)
Declension
[edit]Declension of διάλυμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάλυμα • | διαλύματα • |
genitive | διαλύματος • | διαλυμάτων • |
accusative | διάλυμα • | διαλύματα • |
vocative | διάλυμα • | διαλύματα • |
Derived terms
[edit]- διαλυματάκι (dialymatáki)