Jump to content

διάλυμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διάλυμα (diályman (plural διαλύματα)

  1. solution (homogeneous mixture of different substances)

Declension

[edit]
Declension of διάλυμα
singular plural
nominative διάλυμα (diályma) διαλύματα (dialýmata)
genitive διαλύματος (dialýmatos) διαλυμάτων (dialymáton)
accusative διάλυμα (diályma) διαλύματα (dialýmata)
vocative διάλυμα (diályma) διαλύματα (dialýmata)

Derived terms

[edit]
[edit]

See also

[edit]