Jump to content

αγριόσκυλο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αγριό- (agrió-, wild) +‎ σκύλος (skýlos, dog)

Noun

[edit]

αγριόσκυλο (agrióskylon (plural αγριόσκυλα)

  1. savage, fierce or wild dog
  2. (specifically) any of various species of wild dog
    αφρικανικό αγριόσκυλοafrikanikó agrióskyloAfrican wild dog

Declension

[edit]
Declension of αγριόσκυλο
singular plural
nominative αγριόσκυλο (agrióskylo) αγριόσκυλα (agrióskyla)
genitive αγριόσκυλου (agrióskylou) αγριόσκυλων (agrióskylon)
accusative αγριόσκυλο (agrióskylo) αγριόσκυλα (agrióskyla)
vocative αγριόσκυλο (agrióskylo) αγριόσκυλα (agrióskyla)

Coordinate terms

[edit]
[edit]