αγριόσκυλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγριό- (agrió-, “wild”) + σκύλος (skýlos, “dog”)
Noun
[edit]αγριόσκυλο • (agrióskylo) n (plural αγριόσκυλα)
- savage, fierce or wild dog
- (specifically) any of various species of wild dog
- αφρικανικό αγριόσκυλο ― afrikanikó agrióskylo ― African wild dog
Declension
[edit]Declension of αγριόσκυλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόσκυλο • | αγριόσκυλα • |
genitive | αγριόσκυλου • | αγριόσκυλων • |
accusative | αγριόσκυλο • | αγριόσκυλα • |
vocative | αγριόσκυλο • | αγριόσκυλα • |
Coordinate terms
[edit]- ντίγκο n (ntígko, “dingo”)
Related terms
[edit]- σκύλος m (skýlos, “dog”)