Category:Greek nouns declining like 'άχυρο'
Appearance
Inflected by template: {{el-nN-ο-α-3a}}
Pages in category "Greek nouns declining like 'άχυρο'"
The following 200 pages are in this category, out of 392 total.
(previous page) (next page)Ή
Ό
Ύ
Α
- αβγότσουφλο
- αγαποβότανο
- αγιάγκαθο
- αγιοδημητριάτικο
- αγοροκόριτσο
- αγουρόλαδο
- αγριόκρινο
- αγριόσκυλο
- αγριόσυκο
- αγριόχορτο
- αγριοδαμάσκηνο
- αγριοκάστανο
- αγριοκάτσικο
- αγριοκόριτσο
- αγριολούλουδο
- αγριοπερίστερο
- αγριοράδικο
- αγριοτριαντάφυλλο
- αγυιόπαιδο
- αδιάβροχο
- αεικίνητο
- αερόθερμο
- αερόλουτρο
- αερόπλανο
- αερόπλοιο
- αερόστατο
- αερόσφυρο
- αερόφρενο
- αετόπουλο
- αθόγαλο
- αισχρόλογο
- ακαταλόγιστο
- ακρόβαθρο
- ακρόπρωρο
- ακροκέραμο
- αλατόνερο
- αλατοπίπερο
- αλεξήνεμο
- αλεξίπυρο
- αλεξίφωτο
- αλεξικέραυνο
- αλητόπαιδο
- αλογοπάζαρο
- αλουμινόχαρτο
- αλυσοπρίονο
- αμμόλουτρο
- αμμοχάλικο
- αμπελόφυλλο
- αμπερόμετρο
- αμυγδαλόλαδο
- αμυλάλευρο
- αμφίψωμο
- ανάβαθρο
- αναξιόχρεο
- ανατρεπόμενο
- ανδράποδο
- ανεμόβροχο
- ανεμούριο
- ανεμοχάλαζο
- ανθόγαλο
- ανθόνερο
- ανθότυρο
- ανθύλλιο
- αντάρτικο
- αντίβαρο
- αντίδερο
- αντίδωρο
- αντίθετο
- αντίσκηνο
- αντίστοιχο
- αντίστροφο
- αντίτιμο
- αντιμάμαλο
- αξιόχρεο
- απάγκιο
- απόβαρο
- απόβραδο
- απόγαιο
- απόπαιδο
- απειροστημόριο
- απολυτίκιο
- απομεσήμερο
- απορριμματοφόρο
- αποτσίγαρο
- αποχείμωνο
- απροχώρητο
- αραπόσταρο
- αραποσίταρο
- αργύριο
- αρετσίνωτο
- αρκουδοτόμαρο
- αρκτικόλεξο
- αρμοκάλυπτο
- αρμοκάλυπτρο
- αρπίχορδο
- αρχοντόπουλο
- αρχοντόσπιτο
- ασβεστάδικο
- ασβεστόνερο
- ασβεστοκάμινο
- ασημόχαρτο
- ασημόψαρο
- ασημοκάντηλο
- ασκαλώνιο
- ασπράγκαθο
- ασπρόμαυρο
- ασπρόρουχο
- ασπρολούλουδο
- ασπροσκούληκο
- αστραπόβροντο
- αστραπόφεγγο
- ασυνείδητο
- ατμόλουτρο
- ατμόμετρο
- ατμόπλοιο
- ατσαλόμαλλο
- αυγότσουφλο
- αυγοτάραχο
- αυτόγραφο
- αυτόματο
- αυτοκόλλητο
- αχλαδόμηλο
- αϊδημητριάτικο