αντιμάμαλο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιμάμαλο (antimámalon (plural αντιμάμαλα)

  1. (colloquial, sea) undertow, returning wave
  2. (figurative) backlash, adverse reaction

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιμάμαλο (antimámalo) αντιμάμαλα (antimámala)
genitive αντιμάμαλου (antimámalou) αντιμάμαλων (antimámalon)
accusative αντιμάμαλο (antimámalo) αντιμάμαλα (antimámala)
vocative αντιμάμαλο (antimámalo) αντιμάμαλα (antimámala)