Jump to content

αερόλουτρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αερόλουτρο (aeróloutron (plural αερόλουτρα)

  1. air bath

Declension

[edit]
Declension of αερόλουτρο
singular plural
nominative αερόλουτρο (aeróloutro) αερόλουτρα (aeróloutra)
genitive αερόλουτρου (aeróloutrou) αερόλουτρων (aeróloutron)
accusative αερόλουτρο (aeróloutro) αερόλουτρα (aeróloutra)
vocative αερόλουτρο (aeróloutro) αερόλουτρα (aeróloutra)