επταήμερο
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]επταήμερο • (eptaḯmero)
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of επταήμερος (eptaḯmeros).
Noun
[edit]επταήμερο • (eptaḯmero) n (plural επταήμερα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επταήμερο (eptaḯmero) | επταήμερα (eptaḯmera) |
genitive | επταήμερου (eptaḯmerou) | επταήμερων (eptaḯmeron) |
accusative | επταήμερο (eptaḯmero) | επταήμερα (eptaḯmera) |
vocative | επταήμερο (eptaḯmero) | επταήμερα (eptaḯmera) |
References
[edit]- επταήμερος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language